Καθοριστική, αν και με διαφορετικό τρόπο, ήταν η εβδομάδα που πέρασε για τους υποψηφίους του Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού κόμματος στην κούρσα για το χρίσμα των επερχόμενων προεδρικών εκλογών. Η νίκη του Τραμπ στην Ιντιάνα οδήγησε στην απόσυρση από την εκλογική διαδικασία των δύο κυριότερων αντιπάλων του (Κρουζ και Κέισιχ) χρίζοντας στην ουσία υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών το μεγιστάνα των μίντια. Από την άλλη πλευρά η νίκη του Σάντερς στην ίδια πολιτεία, παρά το γεγονός οτι βρίσκεται ακόμα πίσω από την Κλίντον, περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, οδηγώντας το γερουσιαστή να ορκισθεί ότι θα συνεχίσει μέχρι το τέλος στην προκριματική διαδικασία, δίνοντας μάλιστα την υπόσχεση ότι το συνέδριο των Δημοκρατικών θα έχει επίδικο.

Παρά το γεγονός ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα καταλήγει από νωρίς στον υποψήφιο του για τη διαδοχή του Μπ. Ομπάμα, τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα. Το τέλος της εβδομάδας αυτής βρίσκει τον Ντόναλντ Τραμπ μόνο πλέον υποψήφιο για το χρίσμα, καθώς μετά τους Μπους και Ρούμπιο, που πολύ νωρίς εγκατέλειψαν τη μάχη, οι άλλοι δύο αντίπαλοί του μετά την ήττα τους στην Ιντιάνα δήλωσαν ότι αποχωρούν από τις προκριματικές εκλογές. Τόσο ο Κέισιχ, όσο και ο Κρουζ φάνηκαν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο Τραμπ.
Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν στον Κρουζ, που ήταν το τρόπον τινά αντίπαλο δέος του Τραμπ σ’ αυτή την διαδικασία. Η δήλωσή του, «Τα δώσαμε όλα στην Ιντιάνα. Τα δώσαμε όλα, αλλά οι εκλογείς επέλεξαν διαφορετικά», έρχεται μόλις ένα μήνα και κάτι μετά από ένα επικοινωνιακό κρεσέντο που μιλούσε για τη μεγάλη επιστροφή του στο παιγνίδι. Παρόλαυτα η επικοινωνιακή αντεπίθεση δεν κράτησε για πολύ, καθώς τα αποτελέσματα δεν ανταποκρίνονταν στις επιθυμίες του επιτελείου του Κρουζ. Σε άρθρο τους νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, οι New York Times περιγράφουν τον Κρουζ ως τον πιο δεξιό υποψήφιο των τελευταίων 50 χρόνων. Με βασικές του αιχμές τον καθαρό συντηρητισμό και τη μάχη απέναντι στο καρτέλ της Ουάσιγκτον, ένα λαϊκιστικό σύνθημα που ικανοποιεί τη μόνιμη δυσαρέσκεια των πολιτών απέναντι στην ηγεσία της χώρας, μπήκε στη μάχη θεωρώντας ότι αυτά αρκούν για να ανταποκριθεί στην οργή που νιώθουν οι συντηρητικοί πολίτες των ΗΠΑ.

Το τραίνο Τραμπ

Αποδείχτηκε, όμως, ότι δεν ήταν αρκετά. Απέναντί του βρέθηκε ένας μεγιστάνας των μίντια που πρόσθεσε στα στοιχεία του Κρουζ λίγη από τη χαμένη αίγλη της δεκαετίας του 90, μια μεγάλη δόση λαϊκισμού, ξενοφοβίας, ρατσισμού και μια ακόμα μεγαλύτερη δόση άγνοιας σε βασικά πολιτικά ζητήματα και πολύ νεοπλουτίστικο κιτς, πνίγωντας κάθε ελπίδα που είχε ο αντίπαλός του. Ο Κρουζ επέλεξε να μη σηκώσει τους τόνους, όταν στην αρχή της εκστρατείας τους ο Τραμπ του επιτίθετο. Επέμενε να τον καλοπιάνει, θεωρώντας οτι είναι ένας καλός «λαγός» που χαϊδεύει τ’ αυτιά της Αμερικής, καθιστώντας οικεία τη δικιά του συντηρητική ατζέντα. Γρήγορα, όμως, βρέθηκε να υποσκελίζεται στα ζητήματα που θεωρούνταν η «έδρα» του: εμπόριο, εθνική άμυνα, ασφάλεια, ακόμα και στο ζήτημα της μετανάστευσης, που κατά τη διάρκεια της προεκλογικής αυτής περιόδου, ακούστηκαν προτάσεις που προκαλούν αποτροπιασμό. Όλα αυτά ο Τραμπ κατάφερε να τα συνθέσει σε ένα απλό και κατανοητό σύνθημα: «Make America Great Again» (σ.σ: Να κάνουμε την Αμερική ξανά μεγάλη”).

Στο κόμμα του Λίνκον

Το κόμμα των Ρεπουμπλικανών έχει μεγάλη ευθύνη για την έκβαση αυτής της εκλογικής διαδικασίας. Με κοντόφθαλμη λογική όλα τα προηγούμενα χρόνια, που δεν έβλεπε μακρύτερα από την επόμενη εκλογική μάχη, οι ρεπουμπλικάνοι συνέχιζαν να υπόσχονται στη μεσαία τάξη που είχε πληγεί από την οικονομική κρίση την επάνοδό της. Μια δόση μεγαλοϊδεατισμού από τον Τραμπ -ίσως με λιγότερο περιεχόμενο από τις προηγούμενες εξαγγελίες του κόμματος- διέλυσε σαν χάρτινο πύργο το κομματικό πρόγραμμα. Ο κομματικός μηχανισμός των ρεπουμπλικανών δεν διάλεξε γρήγορα στρατόπεδο. Αντίθετα μετεωριζόταν ανάμεσα στην υποψηφιότητα του Κρουζ, ο οποίος θεωρούνταν οπορτουνιστής γιατί τείνει προς το φιλελευθερισμό όταν αυτός πουλάει και είχε άσχημες σχέσεις με τους γερουσιαστές του κόμματος, και σε μια δυνάμει ανεξέλεγκτη υποψηφιότητα. Οι δημοσκοπήσεις που δείχνουν συντριβή του Τραμπ από το Σάντερς και δύσκολη, αμφίρροπη επικράτηση με την Κλίντον ανάγκασαν τελικά το κόμμα να υποστηρίξει τον Κρουζ. Ήταν όμως αργά! Ο λαϊκισμός του Τραμπ παρέσυρε τα πάντα και τελικά το κόμμα αποφάσισε να ζήσει με το ρίσκο που έχει η επιλογή να σφραγίσουν με το όνομα του Τραμπ το κόμμα του Λίνκον, όπως οι ίδιοι αρέσκονται να το αποκαλούν.

Συνέδριο με επίδικο

Στο στρατόπεδο των Δημοκρατών φαίνεται ότι τη σφραγίδα του βάζει ο Μπέρνι Σάντερς. Νικώντας απροσδόκητα την Κλίντον στην πολιτεία της Ιντιάνα γέμισε με ενθουσιασμό τους υποστηρικτές του, που βλέπουν την ψαλίδα -σημαντική βέβαια- από την ανθυποψήφιά του να μικραίνει συνεχώς. Ο δρόμος μέχρι το συνέδριο είναι μακρύς, ο Σάντερς υποσχέθηκε οτι αυτό θα έχει επίδικο και υποστηρίζει ότι δεν θα υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία αντιπροσώπων για την Κλίντον μέχρι τότε. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και οι υπεραντιπρόσωποι, ένα σώμα περίπου 700 ατόμων ex officio εκλεγμένων πρώην και νυν αξιωματούχων στο συνέδριο, που μπορούν να αποφασίσουν μέχρι και τι μέρες του συνεδρίου ποιον θα στηρίξουν. Μέχρι τώρα οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν δηλώσει ότι στηρίζουν την Κλίντον. Μένει, όμως, να φανεί αυτό και στο συνέδριο, καθώς πολλές πολιτείες φαίνεται να ψηφίζουν διαφορετικά απ’ τους υπεραντιπροσώπους τους.
Ο Μπέρνι Σάντερς εξακολουθεί να στηρίζεται στη δύναμη των νέων και την αυτοοργάνωση των υποστηρικτών του σε πολλές πολιτείες. Οι βασικές του θέσεις παραμένουν οι ίδιες από την αρχή της εκστρατεία του: καθολική υγειονομική περίθαλψη, αύξηση του κατώτερου ημερομισθίου στα 15 δολάρια (όπως επιθυμεί και το αντίστοιχο κίνημα) και μείωση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια, ώστε να μπορούν να σπουδάσουν και τα παιδιών των κατώτερων τάξεων. Η ειδοποιός διαφορά, όμως, των δύο είναι το καθεστώς της Γουόλ Στρητ και οι σχέσεις με το οικονομικό χρηματοπιστωτικό κατεστημένο. Λίγες μέρες νωρίτερα ο Νόαμ Τσόμσκι υποστήριξε τον Σάντερς, ξεκαθαρίζοντας, ωστόσο, ότι οι θέσεις του δεν είναι καθόλου ριζοσπαστικές, αλλά θέσεις που η πλειοψηφία των Αμερικανών θα μπορούσε ή τις υποστηρίζει ήδη. Υποστήριξε ότι ο Σάντερς κινητοποίησε μια μεγάλη μερίδα νέων που δεν είναι πια διατεθειμένοι να συναινέσουν στην υπάρχουσα κατάσταση. Το μεγάλο στοίχημα είναι αν θα μπορέσει αυτή η δύναμη να παραμείνει οργανωμένη και σε κινητοποίηση έτσι ώστε -όχι σ’ αυτές τις εκλογές- αλλά μακροπρόθεσμα να αλλάξει η Αμερική.
Ίσως αυτό το διακύβευμα είναι μεγαλύτερο απ’ το αντίστοιχο του συνεδρίου των Δημοκρατικών. Πέρα από τις αναλύσεις και τους υπολογισμούς των αντιπροσώπων, πέρα από την πολιτική επικοινωνία και την επιρροή που ασκεί ο κάθε υποψήφιος στις διάφορες μειονότητες της αμερικάνικης κοινωνίας, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει οτι πρόκειται για μια πολωμένη κοινωνία. Οι επιπτώσεις της κρίσης, η συνεχιζόμενη αστυνομική αυθαιρεσία είναι μόνο μερικά στοιχεία του πλαισίου μέσα στο οποίο η αμερικάνικη κοινωνία αιωρείται μεταξύ ενός ακροδεξιού τσαρλατάνου των μίντια και ενός «συμβατικού Δημοκράτη του New Deal», όπως χαρακτήρισε τον Σάντερς ο Τσόμσκι. Η ελπίδα είτε με τη μορφή του μεγαλοϊδεατισμού, είτε με τη μορφή της κοινωνικής χειραφέτησης είναι κινητήριος δύναμη. Η κατεύθυνση στην οποία θα στραφεί το εκκρεμές εξαρτάται απ’ αυτή τη μάζα που πλέον δεν συναινεί.

Πέτρος Κοντές
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet