Η αποκάλυψη από την Greenpeace, τις τελευταίες ημέρες του απόρρητου εγγράφου, για το σχέδιο που αφορά τη συμφωνία του ελεύθερου εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ γνωστή με τα αρχικά TTIP και TAFTA προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από Ευρωπαίους ηγέτες αλλά και από την Κομισιόν. Η πιο αξιοσημείωτη ήταν αυτή του Γάλλου προέδρου, ο οποίος είπε: «Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, η γαλλική θέση συνοψίζεται σ’ ένα όχι απέναντι στην TTIP». Και σε άλλη ευκαιρία πρόσθεσε, «η συνθήκη απειλεί τη γεωργία μας. Η προάσπιση της γαλλικής επαρχίας σημαίνει την προστασία του τρόπου ζωής μας». Πέρα από τις δηλώσεις αυτές υπήρξαν και αρκετά δημοσιεύματα, που ανέλυαν τις συνθήκες και τις επιπτώσεις τ��ς στην οικονομία, στην παραγωγή, το περιβάλλον κλπ στη Γαλλία και όχι μόνο. Όπως και τέθηκαν πολλά ερωτηματικά για τη χρησιμότητά της.
Γιατί μια τέτοια συμφωνία«Γιατί να υπογράψει η Γαλλία μια τέτοια συμφωνία τόσο σύνθετη και αδιαφανή, όπως αυτή του εμπορίου και των επενδύσεων (TTIP), μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ;» ρωτάει ο αρθρογράφος του «Nouvelobs», Πασκάλ Ρισέ. Οι διαπραγματεύσεις έχουν αρχίσει από το 2013 κανείς, όμως, δεν φαίνεται να επιθυμεί πραγματικά την υπογραφή τους, σημειώνει αρθρογράφος στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού «Nouvelobs».
Οι διαπραγματεύσεις αυτές έχουν προκαλέσει από την έναρξη τους πολλές αντιδράσεις σε πολλές χώρες. Οι λαοί που υφίστανται ήδη τις πιέσεις από μια βίαιη παγκοσμιοποίηση, απορρίπτουν κάθε ιδέα για νέα φιλελευθεροποίηση του εμπορίου. Και η TAFTA θεωρείται σαν ένας μηχανισμός ελάχιστα δημοκρατικός. Οι διαδικασίες των διαπραγματεύσεων είναι εντελώς αδιαφανείς (οι συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ-Ευρώπης είναι σχεδόν μυστικές, διεξάγονται κάτω από την πίεση των λόμπι). Ενώ ορισμένα μέτρα θίγουν σαφώς τη λαϊκή κυριαρχία των κρατών, όπως αυτό της ρύθμισης των διαφόρων, που ανατίθενται σε διάφορους θεσμούς διαιτησίας.
Οι διαπραγματεύσεις είχαν κολλήσει από την αρχή αλλά και αυτές που άρχισαν με τον 13ο γύρο μεταξύ ΗΠΑ-ΕΕ στις 25 Απριλίου δεν πρόσθεσαν τίποτα στις διατλαντικές σχέσεις. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι στις ΗΠΑ αυτή την προεκλογική περίοδο, οι υποψήφιοι για την προεδρία και των δύο κομμάτων (Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων) έχουν πάρει τις αποστάσεις τους από την TTIP. Ακόμα και η Χίλαρι Κλίντον η οποία είχε διακηρύξει, όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών, την πεποίθησή της στις ελεύθερες ανταλλαγές δείχνει συγκρατημένη. Στη Γερμανία η καγκελάριος Α. Μέρκελ, που είναι η πιο πιστή σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις, το τελευταίο διάστημα αποφεύγει να εκφραστεί δημόσια. Ενώ ο αντικαγκελάριος Ζ. Γκάμπριελ εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του προς τις ΗΠΑ, λέγοντας ότι μυστικότητα που περιβάλλει την TTIP προκαλεί έλλειψη εμπιστοσύνης.
Αντιδράσεις στη Γαλλία Οι μεγαλύτερες αντιδράσεις όμως έχουν εκδηλωθεί στη Γαλλία. Τα συνδικάτα και τα περισσότερα κόμματα απορρίπτουν αυτή τη συμφωνία. Ο γαλλικός ΣΕΒ (MEDEF) «υπερασπίζεται τη συμφωνία όπως ο κρεμασμένος το σχοινί του» γράφει ο αρθρογράφος της «Nouvelobs». Στο δημόσιο λόγο εκφράζονται υπέρ, με μια σειρά, όμως, από προϋποθέσεις με τις οποίες ακυρώνουν τη συγκατάθεσή τους στη συμφωνία.
Διχασμένη η ΕΕΗ συνθήκη αυτή διχάζει και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: πολλοί την θεωρούν ήδη νεκρή. Οι ίδιοι οι διαπραγματευτές της προσποιούνται ότι μπορεί να καταλήξουν με επιτυχία οι συνομιλίες. Τι μπορεί να κάνει ο Ολάντ; Σ’ αυτές τις συνθήκες έχει να παίξει ένα ενδιαφέρον παιχνίδι «εν ονόματι των γαλλικού λαού να μπλοκάρει τις διαδικασίες, οι οποίες δεν προχωρούν. Αρκεί να πει ότι η Γαλλία δεν συμφωνεί με αυτή τη συμφωνία και αρνείται να την επικυρώσει». Μια στάση την οποία θα έβλεπαν με καλό μάτι μερικοί Ευρωπαίοι εταίροι και άλλοι θα την δέχονταν με μεγάλη ανακούφιση. Με τη στάση του αυτή θα στείλει ένα ισχυρό μήνυμα (που θα ικανοποιήσει την αριστερά) αλλά και ένα μήνυμα πολιτικό, εθνικής κυριαρχίας. Θα δείξει έτσι ότι διαθέτει μια ισχυρή πολιτική βούληση να βάλει τέλος σε μια γραφειοκρατική αδιαφανή διαδικασία που θα λειτουργήσει σε βάρος των πολιτών. Θα διακηρύξει το ρόλο του κράτους έναντι των ισχυρών βιομηχανικών και αγροτοδιατροφικών λόμπι, οι οποίοι ορισμένες φορές επιβάλλουν στις κυβερνήσεις την ατζέντα των συζητήσεων. Μια τέτοια στάση θα επηρεάσει ασφαλώς τις γαλλογερμανικές σχέσεις. «Από μια τέτοια ενέργεια δεν έχει ανάγκη σήμερα το κουρασμένο δίδυμο;» ρωτάει ο αρθρογράφος.
Η κατάλληλη στιγμήΤώρα είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για τον Φρανσουά Ολάντ να πάρει την απόφασή του. Ο Μπάρακ Ομπάμα συναντήθηκε στο Ανόβερο με την Άνγκελα Μέρκελ τις τελευταίες ημέρες, για να συμβάλει στην επιτάχυνση των διαδικασιών. Δεν έγινε γνωστό, όμως, τι πέτυχε. Μάλλον όχι σπουδαία πράγματα, γιατί πολλά από τα ζητήματα που συζητιούνται αφορούν κυρίως τη Γαλλία, όπως τα αγροτικά προϊόντα (κρασί), η άρση της απαγόρευσης των μεταλλαγμένων προϊόντων κ.λπ.
Αν ο γάλλος πρόεδρος Φρ. Ολάντ έχει ορισμένους ενδοιασμούς, δεν έχει παρά να θυμηθεί ένα προηγούμενο παράδειγμα. Το 1997 οδήγησε γρήγορα στο τέρμα τις συζητήσεις για την πολυμερή συμφωνία για τις επενδύσεις (AMI). Όταν δήλωσε ότι «η Γαλλία δεν συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις στα πλαίσια του ΟΟΣΑ». Έτσι όλα σταμάτησαν και κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα για την κυβέρνηση συνεργασίας τότε σοσιαλιστών, οικολόγων και κομμουνιστών. Οι πράσινοι όπως δήλωσε ο ευρωβουλευτής τους Yannick Jadot, καλεί «για μια φορά ακόμα τη γαλλική κυβέρνηση τώρα που φαίνεται ότι βλέπει τι ακριβώς συμβαίνει να ακολουθήσει το παράδειγμα του Λιονέλ Ζοσπέν το 1997 και να θέσει τέρμα στις διαπραγματεύσεις. Να καταγγείλει την Συμφωνία ΕΕ – Καναδά (Ceta), που αποτελεί το Δούρειο Ίππο για την TAFTA.» Σήμερα κανείς δεν θυμάται και πολύ περισσότερο δεν λυπάται για την μη ύπαρξη της συμφωνίας αυτής.
Μ. Κ.