Της Βιβής ΚεφαλάΤον περασμένο Μάρτιο συμπληρώθηκαν πέντε ολόκληρα χρόνια από την έναρξη της εξέγερσης στην Συρία. Μια εξέγερση που δεν άργησε να μετατραπεί σε κρίση, η κρίση σε εμφύλιο και ο εμφύλιος σε περιφερειακή και διεθνή απειλή, η οποία φαίνεται όλο και δυσκολότερο να αντιμετωπιστεί ριζικά. Για να αντιμετωπιστεί, όμως, αυτή η πολύπλευρη απειλή, και μάλιστα ριζικά, θα πρέπει να υπάρξει μία –ελάχιστη έστω- συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων μερών σχετικά με τη φύση της, αλλά και τις προεκτάσεις της, πράγμα που μέχρι στιγμής δεν συμβαίνει.
ΑδιέξοδοΠράγματι, πέραν της ανάγκης να σταματήσει επιτέλους ο πόλεμος αυτός, ο οποίος έχει στοιχίσει διακόσιες εβδομήντα χιλιάδες νεκρούς, έχει μετατρέψει σε πρόσφυγες ή εσωτερικά εκτοπισμένους περίπου το 1/3 του πληθυσμού της Συρίας, έχει καταστρέψει και την οικονομία της αλλά και τις παραγωγικές της υποδομές, δεν φαίνεται να υπάρχει σύγκλιση απόψεων στο ποια ακριβώς είναι η απειλή. Για το καθεστώς απειλή είναι η αντιπολίτευση. Για την αντιπολίτευση απειλή είναι το καθεστώς.
Όμως, αυτή η πρώτη -και προφανής- διαφοροποίηση οδηγεί σε αδιέξοδο, αφού η αντιπολίτευση ούτε ενιαία είναι ούτε ομοειδής, καθώς οι διάφορες πολιτικές και ένοπλες οργανώσεις που την συγκροτούν χωρίζονται μεταξύ τους με βαθιές ιδεολογικές και πολιτικές διαχωριστικές γραμμές και, επομένως, επιδιώκουν διαφορετικούς αν όχι αντιθετικούς στόχους.
Μείζονα διακυβεύματαΧαρακτηριστικό παράδειγμα, ως προς αυτό, αποτελεί το ζήτημα των Κούρδων στην Συρία μετά την λήξη του πολέμου, δηλαδή το εάν θα υπάρξει κάποιου είδους αυτονομίας για τους Κούρδους –ενδεχομένως αντίστοιχη με αυτήν που απέκτησαν οι Κούρδοι του Ιράκ- ή όχι. Μείζον διακύβευμα αποτελεί, επίσης, ο χαρακτήρας του πολιτικού καθεστώτος που θα επικρατήσει στην μεταπολεμική Συρία, δηλαδή το εάν θα είναι κοσμικό ή θρησκευτικό, το εάν θα υιοθετηθούν νεωτερικά πολιτικά σχήματα ή όχι, δηλαδή το εάν θα επικρατήσει εθνική συμφιλίωση και δημιουργία σύγχρονων πολιτικών κομμάτων ή εάν θα διατηρηθεί το αρχαϊκό πολιτικό σύστημα του κοινοτισμού, το οποίο εφαρμόστηκε στην δεκαετία του ’20 από την τότε εντολοδόχο της Κοινωνίας των Εθνών Γαλλία, και το οποίο οδήγησε στην διακυβέρνηση της χώρας από θρησκευτικές μειοψηφικές κοινότητες, μουσουλμάνοι Αλεβίτες – Χριστιανικές κοινότητες, αποκλείοντας έτσι την σουνιτική πλειοψηφία από την εξουσία. Σε περίπτωση που δεν υπάρξει υπέρβαση του κοινοτισμού, τότε η διάσπαση της σημερινής Συρίας σε κρατίδια που θα αντιστοιχούν σε εθνικές ή θρησκευτικές κοινότητες φαίνεται περισσότερο από πιθανή.
Είναι σαφές ότι αυτές οι αντιθέσεις όχι μόνο είναι βαθιές, αλλά είναι και ουσιαστικές και μάλιστα αντικατοπτρίζονται και στους εξωτερικούς δρώντες, που αναμειγνύονται στη συριακή κρίση, μέσω συμμαχιών με τοπικούς δρώντες. Έτσι, για τους μεν, όπως οι ΗΠΑ, απειλή είναι το λεγόμενο Ισλαμικό Χαλιφάτο αλλά όχι άλλες ισλαμικές οργανώσεις που μάχονται στην Συρία, όπως η Αλ Νούσρα η οποία είναι γνωστό ότι αποτελεί το συριακό σκέλος της Αλ Κάιντα. Όμως η Αλ Κάιντα δεν ήταν η υπεύθυνη των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 εναντίον των ΗΠΑ; Κατά τι έχει αλλάξει η ιδεολογία και η πρακτική της έκτοτε; Ή μήπως η Αλ Κάιντα θεωρείται μικρότερο κακό από το λεγόμενο Ισλαμικό Χαλιφάτο (Ι.Χ.) Για τους δε, όπως η Τουρκία, απειλή είναι οι Κούρδοι και όχι το λεγόμενο Ισλαμικό Χαλιφάτο. Για άλλους, τέλος, όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, απειλή είναι το Ιράν και όχι οι ισλαμιστές ή η περιφερειακή αστάθεια.
Όσον αφορά το καθεστώς, το οποίο έχει τους δικούς του συμμάχους, επιδιώκει όχι μόνον την διάσωση του Μπασάρ αλ Άσαντ αλλά και σημαντικό ρόλο στην μεταπολεμική Συρία, πράγμα βεβαίως που δεν αποδέχεται η κοσμική αντιπολίτευση. Όμως, η Μόσχα και η Τεχεράνη, που συνεχίζουν προς το παρόν τουλάχιστον να διατηρούν τις στενές τους σχέσεις, προσπαθούν να πετύχουν έναν κοινό στόχο στην Συρία, δηλαδή να εξασφαλίσουν ότι οι καθεστωτικές δυνάμεις θα συμμετέχουν στο πολιτικό τοπίο που θα διαμορφωθεί μεταπολεμικά στην χώρα, ώστε να διατηρήσουν και οι ίδιες την επιρροή τους εκεί. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό διακύβευμα, η ευόδωση ή όχι του οποίου θα έχει σοβαρότατο αντίκτυπο στην μεσανατολική τους πολιτική.
Εξωτερικοί παράγοντες επιρροήςΗ σύγκλιση, όμως, αυτή δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι στόχοι του Ιράν και της Ομοσπονδίας της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή συγκλίνουν κατ΄ ανάγκην ούτε ότι αποκλείεται να υπάρξουν τριβές μεταξύ τους. Εξάλλου, τα ρωσικά συμφέροντα είναι πολύ ευρύτερα από τα ιρανικά, εφόσον η Ομοσπονδία της Ρωσίας διεκδικεί το καθεστώς μίας μεγάλης διεθνούς δυνάμεως, ενώ το Ιράν όχι. Έτσι, οι πρόσφατες διμερείς συνομιλίες και συνεννοήσεις Μόσχας – Ουάσιγκτον για το συριακό, δυσαρεστούν και προβληματίζουν την Τεχεράνη, η οποία μπορεί να επανήλθε στο διεθνές και περιφερειακό προσκήνιο τον Ιούλιο του 2015 μετά τη συμφωνία 5+1 και Ιράν για το πυρηνικό της πρόγραμμα, γνωρίζει, όμως, ότι η ουσιαστική αποκατάσταση των σχέσεων της με τις ΗΠΑ, εάν υπάρξει, βρίσκεται ακόμα μακριά. Επίσης, γνωρίζει ότι και ο δρόμος για την αποκατάστασή του ως περιφερειακή δύναμη είναι μακρύς.
Προβλήματα, όμως, στο ζήτημα της αντιμετώπισης της συριακής κρίσης έχουν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως από την πλευρά της Σαουδικής Αραβίας αλλά και της Τουρκίας και του Ισραήλ, όπως επίσης και με ευρωπαίους συμμάχους τους όπως η Γαλλία, η οποία επιδιώκει να κάνει αισθητή την παρουσία της στην περιοχή. Μία εβδομάδα, λοιπόν, πριν την διάσκεψη της Διεθνούς Ομάδας Στήριξης της Συρίας στην Βιέννη, μέλη της συναντήθηκαν στο Παρίσι, με γαλλική πρωτοβουλία, ζητώντας την επανέναρξη των συνομιλιών στην Γενεύη ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, καθώς και εχέγγυα από την πλευρά του συριακού καθεστώτος για την τήρηση της ανακωχής. Την ίδια στιγμή, ΗΠΑ και Ρωσία –που ανήκουν στην ίδια ομάδα αλλά δεν συμμετείχαν στην συνάντηση αυτή- σε κοινό ανακοινωθέν υποσχέθηκαν ότι θα διπλασιάσουν τις προσπάθειες τους για την επίτευξη πολιτικής λύσης στην συριακή κρίση.
Ωστόσο, αυτό είναι ευκολότερο να ειπωθεί από το να πραγματοποιηθεί. Στην πραγματικότητα, η Μόσχα θα πρέπει να πείσει – δηλαδή να πιέσει- την Δαμασκό να σεβαστεί την εκεχειρία την οποία παραβιάζει, πράγμα το οποίο αποτελεί προϋπόθεση εκ των ών ουκ άνευ για την αντιπολίτευση, ώστε να καταστεί δυνατή η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Εν τω μεταξύ, η Άλ Νούσρα και οι διάφορες μικρότερες ισλαμιστικές οργανώσεις εκμεταλλεύονται το γεγονός της αναγκαστικής αναδίπλωσης του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου και αντεπιτίθενται, κυρίως νότια του Χαλεπίου, προκαλώντας μάλιστα απώλειες στους Ιρανούς που στηρίζουν το καθεστώς. Το γεγονός αυτό φαίνεται να δημιουργεί συμπάθεια για την Αλ Νούσρα σε κάποια τμήματα του συριακού πληθυσμού, πράγμα που μπορεί ίσως να εξηγηθεί από το ότι έτσι πλήττονται τόσο οι καθεστωτικές δυνάμεις όσο και οι δυνάμεις των «απίστων», δηλαδή των Ιρανών. Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να πείσει -δηλαδή να πιέσει- τους περιφερειακούς της συμμάχους ώστε να σταματήσουν να ενισχύουν, με οποιοδήποτε τρόπο, τις τρομοκρατικές οργανώσεις που δρουν στην Συρία.
Δύσκολη έκβασηΜε αυτά τα δεδομένα, τι μπορεί να περιμένει κανείς από την εκ νέου σύγκληση της Διεθνούς Ομάδας Στήριξης της Συρίας στις 17 Μαΐου; Το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί είναι η τήρηση της εκεχειρίας και η απρόσκοπτη πρόσβαση των ανθρωπιστικών οργανώσεων σε όσους το έχουν ανάγκη. Διότι, όσο όλα όσα αφορούν τη συριακή κρίση αποτελούν διακύβευμα -και επομένως αντικείμενο σκληρών διαπραγματεύσεων- η κινητικότητα στο διπλωματικό πεδίο όσο και στο πεδίο των μαχών θα συνεχιστεί, αλλά δύσκολα θα υπάρξει θετικό αποτέλεσμα