ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΒΙΔΑΛΗ, ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΕΕΜΕΚΕ, ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ 1ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣΜιλώντας για το έγκλημα, ερευνώντας το ποινικό φαινόμενο
Περισσότερες πληροφορίες στο
www.eemeke.org Την ερχόμενη εβδομάδα (Τρίτη 24 έως Παρασκευή 27 Μαΐου) στο Βιοτεχνικό Επιμελητήριο (Ακαδημίας 18, Αθήνα) θα πραγματοποιηθεί το πρώτο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου (ΕΕΜΕΚΕ) με θέμα "Εξουσίες, επιστημονική ουδετερότητα και εγκληματολογικός λόγος". Το συνέδριο είναι αυτοχρηματοδοτούμενο και διοργανώνεται από το ΔΣ της εταιρείας, πρόεδρος της οποίας είναι η πανεπιστημιακός και εγκληματολόγος Σοφία Βιδάλη, με την οποία συνομιλούμε σήμερα για να μας εξηγήσει τους στόχους του συνεδρίου, αλλά και της ΕΕΜΕΚΕ.Στο συνέδριο πλήθος καταξιωμένοι αλλά και νέοι Έλληνες ακαδημαϊκοί και ερευνητές, θα παρουσιάσουν και θα συζητήσουν ζητήματα εγκληματολογικής θεωρίας, τη σχέση της θεωρίας και της νομικής πράξης με την πραγματικότητα, μεθοδολογίες και πορίσματα νέων ερευνών για το εγκληματικό ζήτημα και το ποινικό φαινόμενο και όλα αυτά, για πρώτη φορά συστηματικά, ως ζητήματα που συνδέονται με ευρύτερες πολιτικές διαδικασίες και συνθήκες. Συνολικά θα παρουσιαστούν 74 ομιλίες που στο μεγαλύτερο μέρος τους επιλέχθηκαν από την Επιστημονική Επιτροπή του συνεδρίου μέσα από μια διαδικασία αξιολόγησης και κρίσης πολλών περισσότερων υποβληθεισών προτάσεων, ενώ ορισμένες θα παρουσιαστούν από προσκεκλημένους ομιλητές. Οι ομιλίες αποτυπώνουν τις διάφορες πτυχές του εγκληματικού ζητήματος στη σημερινή συγκυρία, αναδεικνύουν τον κριτικό λόγο στη Εγκληματολογία στη χώρα μας, αλλά και διανοίγονται και σε διεπιστημονικούς προβληματισμούς, μέσα από συμβολές επιστημόνων του ποινικού δικαίου, της σύγχρονης ιστορίας, της πολιτικής φιλοσοφίας και πολιτικής κοινωνιολογίας, της ψυχιατρικής, της ψυχολογίας κλπ. Οι προβληματισμοί για τη σχέση της θεωρίας και της έρευνας με τις κοινωνικές συνθήκες, θα πλαισιωθούν και από τις συνεισφορές επαγγελματιών από όλο το φάσμα του ποινικοκατασταλτικού συστήματος και θα επικεντρωθούν στις επιλεκτικές προσεγγίσεις του κυρίαρχου λόγου για το έγκλημα, στα εγκλήματα του κράτους και των ισχυρών, στις νέες διαστάσεις του εγκλήματος, στις διαδικασίες εγκληματοποίησης, στις πολιτικές πρόληψης και καταστολής, επανένταξης αλλά και στα κρίσιμα ζητήματα κοινωνικού αποκλεισμού, παρανομίας και εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εξαθλίωσης (π.χ ναρκωτικά, φυλακές προσφυγικό, ενδοοικογενειακή βία, μαζική επιτήρηση οπαδική βία κλπ).Όπως υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση του συνεδρίου «Το ΔΣ και τα μέλη της ΕΕΜΕΚΕ, έχοντας σαφή κριτική θέση απέναντι στην κυρίαρχη και στην Ελλάδα "επιστημονική ουδετερότητα", επαναφέρουν προς προβληματισμό το θεμελιώδες ζήτημα, που είχε θέσει πριν 50 χρόνια ο Howard Becker, δηλαδή, ότι το ερώτημα "δεν είναι εάν θα πρέπει να παίρνουμε θέση, δεδομένου ότι αυτό γίνεται αναπόφευκτα, αλλά μάλλον ποια θέση παίρνουμε, δηλαδή με τίνος το μέρος είμαστε"». Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου Η συζήτηση περί εγκλήματος είναι καθημερινή και ευρεία. Η ΕΕΜΕΚΕ πώς προσεγγίζει το έγκλημα; Η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου είναι μια επιστημονική εταιρεία, ακολουθεί την προσέγγιση της σύγχρονης κριτικής θεωρίας. Διερευνά τα κοινωνικά αίτια του εγκλήματος Εντάσσει και το σύστημα εξουσίας και το Κράτος στο πεδίο έρευνάς της, ως προς στους παράγοντες εγκληματογένεσης, διερευνά και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες μια πράξη εγκληματοποιείται αλλά και τις πράξεις που προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα και δεν εντάσσονται τυπικά στο κοινό ποινικό δίκαιο.
Σύμφωνα με τον Μπέκερ, στον οποίο αφιερώνετε και το συνέδριο, το έγκλημα είναι κοινωνική κατασκευή. Ποιος ο ρόλος των εξουσιών στον ορισμό του; Πώς κάποιες πράξεις -και δεν αναφέρομαι εδώ μόνον στα εγκλήματα του δρόμου- εντάσσονται στο πεδίο παρέμβασης του ποινικού νόμου είναι ζήτημα πολιτικής εξουσίας και υπερέχουσας πολιτικής βούλησης, της ανάγκης του κράτους να επιβάλει και να διασφαλίζει την εξουσία του, η οποία, ωστόσο, δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιλεκτική: Ποια πράξη θα χαρακτηριστεί έγκλημα και ποια θα είναι η κύρωση, δεν είναι ανεξάρτητη παράμετρος από τις σχέσεις εξουσίας, από ηγετικές ομάδες και από συμφέροντα που επιδιώκεται να προστατευτούν ή να ελεγχθούν μέσω του ποινικού νόμου. Χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα είναι π.χ. η χρήση ναρκωτικών και η επιλογή της απαγορευτική ή της αντιαπαγορευτικής πολιτικής. Έτσι, η εγκληματοποίηση συμπεριφορών διαμορφώνει τα όρια του καλού και του κακού, του επιτρεπτού και του ανεπίτρεπτου: περαιτέρω διαμορφώνει κοινωνική συνείδηση και επιτυγχάνει συναινέσεις γύρω από τις επιλογές του νομοθέτη.
Οι πολιτικοί συσχετισμοί (συν)διαμορφώνονται και από την λεγόμενη «τέταρτη εξουσία», τα ΜΜΕ. Ό,τι παρουσιάζει η τηλεόραση ως έγκλημα είναι έγκλημα… Πράγματι, η άτυπη εξουσία των μίντια διαμορφώνει απόψεις και ότι δεν βγαίνει στην τηλεόραση δεν υπάρχει ως δημόσιο πρόβλημα. Τα μίντια περιλαμβάνονται σε αυτό που ο Μπέκερ χαρακτήρισε «εργολάβους ηθικής», διότι συχνά μέσα από την υπερβολή και την παραμόρφωση ανάγουν ένα πρόβλημα σε μείζον ζήτημα, με όρους ηθικής, συμβάλλουν ενίοτε στην εγκληματοποίησή του και ασκούν πιέσεις στη νομοθετική εξουσία. Έχει ενδιαφέρον να επανεκτιμήσουμε π.χ εάν η μιντιακή μεγέθυνσή του φόβου του εγκλήματος συνέβαλε στην απαξίωση των θεσμών και στην καλλιέργεια μισαλλοδοξίας και του νεοναζισμού στο πλαίσιο, όμως, πολιτικών ζητημάτων που συνυπήρχαν την ίδια περίοδο. Όπως έχει νόημα να δούμε γιατί η μισαλλοδοξία οδήγησε στη Χρυσή Αυγή και όχι σε κατά συρροή δολοφόνους, όπως π.χ στις ΗΠΑ. Οι εγκληματολόγοι οφείλουν να εστιάζουν σε αυτά τα ζητήματα. Το πρόβλημα είναι ότι όταν η «φυσική» λειτουργία των ΜΜΕ να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη γίνεται χωρίς κανόνες και εντάσσεται και σε ένα γεν��κότερο συνδυασμό οικονομικής διαπλοκής, τότε υπό τέτοιες συνθήκες η σχέση πολιτικής εξουσίας – ΜΜΕ γίνεται προβληματική έως παράνομη.
Αναφέρθηκες στο φόβο του εγκλήματος. Σήμερα, ο φόβος αυτός είναι ένα ισχυρό εργαλείο, ώστε επιβάλλονται περιορισμοί σε δημοκρατικά κεκτημένα, όπως τώρα π.χ στη Γαλλία με την απαγόρευση των διαδηλώσεων ενάντια στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Ο φόβος στην περίπτωση αυτή δεν είναι παράλογος και αυτή είναι η «επιτυχία» της τρομοκρατίας, ότι δίνει και τη «δυνατότητα» σε μια κυβέρνηση να περιορίσει, ουσιαστικά, τη δημοκρατία. Αυτό που ονομάζουμε σήμερα τρομοκρατία, αν θεωρήσουμε ότι εμείς ορίζουμε τι είναι έγκλημα, δεν έχει πια τα χαρακτηριστικά που είχε τις περασμένες δεκαετίες. Και οι εγκληματολόγοι πρέπει να αναζητήσουν τις βιωματικές ατομικές, τις κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες, μέσα από τις οποίες νέοι άνθρωποι κάνουν τέτοιες επιλογές, απομακρύνονται από το πολιτικό και εντάσσονται σε ένα «νέο» κοινωνικό πρόταγμα θρησκευτικού φανατισμού. Το πρόβλημα εδώ είναι οι κοινωνικές συνθήκες που παράγουν και το φανατισμό και τον πόλεμο και τις αξίες που προωθούνται μέσω αυτών που έχουν πλέον χαρακτήρα νεοφασισμού. Εάν μείνουμε στην καταστολή αναπαράγουμε το φαινόμενο.
Στην Ελλάδα έχουν εγκλωβιστεί χιλιάδες πρόσφυγες. Εάν δεν μεριμνήσει η πολιτεία ώστε αυτοί οι άνθρωποι να ενταχθούν στην κοινωνία, δεν θα γκετοποιηθούν; Οι πρόσφυγες, που έρχονται στην Ελλάδα σήμερα έχουν τα εφόδια, πνευματικά, ιδεολογικά και υλικά, να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες προσαρμογής τους. Πολιτικές οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής τους ένταξης για να μη δούμε αρνητικά αποτελέσματα στην επόμενη γενιά. Εάν θέλουμε, όμως, στο μέλλον την κοινωνική συνοχή, τότε θα πρέπει να εστιάσουμε στην κοινωνική ανάπτυξη συνολικά διότι ο κίνδυνος, σε ότι αφορά την γκετοποίηση, δεν είναι μόνον οι πρόσφυγες αλλά η παρατεταμένη περιθωριοποίηση των Ελλήνων.
Το συνέδριο θέτει το ζήτημα της επιστημονικής ουδετερότητας. Τι εννοεί με αυτό; Το πεδίο έρευνας και τα ερωτήματα που θέτουν οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν είναι ποτέ πολιτικο-ιδεολογικά ουδέτερα, όπως έχει επικρατήσει υπό το πρίσμα της βεμπεριανής θεώρησης. Προκύπτουν από την κοσμοθεωρία που έχει για την κοινωνία. Το ζήτημα είναι να αξιοποιεί τα εργαλεία της επιστήμης και τα ευρήματά του με συνέπεια. Για παράδειγμα, εάν κάποιος διερευνά την ενδοοικογενειακή βία δεν μπορεί να περιορίζεται στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, καθώς τότε εάν δεν επισημάνει ότι το κάνει αυτό, η ενδοοικογενειακή βία θα ταυτιστεί με τα στρώματα αυτά ή δεν μπορεί να αποκρύψει κάποια ευρήματα που «δυσφημούν» κέντρα, ομάδες ή θεσμούς εξουσίας. Δεν γίνεται να περιορίζουμε τα ευρήματά μας ούτε σε αυτό που η κοινωνία είναι έτοιμη να ακούσει, ούτε να μένουν εκτός έρευνας τα συστήματα εξουσίας και εδώ εννοώ και την ποινικοκατασταλτική εξουσία, καθώς αυτή συνδιαμορφώνει το ποινικό φαινόμενο.
Ποιο είναι το πεδίο παρέμβασης της ΕΕΜΕΚΕ; Στόχος των εγκληματολόγων δεν είναι η αυτοεπιβεβαίωση. Επομένως, δεν έχει νόημα οι θέσεις και τα πορίσματά μας να περιορίζονται στα αμφιθέατρα και στα επιστημονικά συνέδρια. Η πρώτη μας κοινωνική παρέμβαση είναι η επισήμανση της ανάγκης να δοθεί χώρος στην έρευνα του ποινικού φαινομένου συνολικά, να διατυπωθούν προτάσεις για σοβαρές θεσμικές αλλαγές βασισμένες σε έρευνες και κυρίως να δούμε ξανά πώς εμείς ως κοινωνία παράγουμε το έγκλημα, και μέσα από ποιες συνθήκες το κάνουμε.