ΓΑΛΛΙΑ: ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣΣυνεχίζονται οι κινητοποιήσεις Παρά το κλίμα βίας, την κινδυνολογία της κυβέρνησης, τις συλλήψεις και την πρωτοφανή ενέργεια απαγόρευσης συμμετοχής πολιτών σε διαδηλώσεις, τη διαδήλωση των αστυνομικών (για το μίσος κατά της αστυνομίας), τα συνδικάτα, οι εργαζόμενοι και η νεολαία συνεχίζουν τον αγώνα τους. Οι κινητοποιήσεις για να αποσυρθεί το νομοσχέδιο για τα εργασιακά συνεχίστηκαν την περασμένη Πέμπτη, για δεύτερη φορά μέσα στην εβδομάδα, με διαδηλώσεις, που πήραν μέρος πάνω από 400.000, στάση εργασίας και απεργίες στα διυλιστήρια, αεροδρόμια, σιδηρόδρομους και σ’ άλλες μεγάλες επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση προειδοποίησε με τον πιο επίσημο τρόπο, με δήλωση του προέδρου Ολάντ, ότι δεν πρόκειται να πάρει πίσω το νομοσχέδιο, γιατί «δεν υπάρχει άλλη λύση». Ενώ ο πρωθυπουργός Βαλς, συνεχίζοντας τις εμπρηστικές του δηλώσεις, επιχείρησε να ενοχοποιήσει τα συνδικάτα και επιδίωξε να καλλιεργήσει την ηττοπάθεια και τον κοινωνικό αυτοματισμό, καλώντας τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα του οδηγούς –που απεργούσαν κατά του εργασιακού νόμου, αλλά και κοινωνικού ντάμπιγκ σε βάρος τους– να απελευθερώσουν τους δρόμους και να μην εμποδίζουν τους εργαζόμενους που θέλουν να πάνε στη δουλειά τους. Η αστυνομία, στα πλαίσια ασφαλώς της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που βρίσκεται η Γαλλία (και θα συνεχιστεί για δύο μήνες ακόμα), μοιράζει στα σπίτια ακτιβιστών κατά του ρατσισμού και του κινήματος κατά της μεταρρύθμισης για τα εργασιακά, επίσημο έγγραφο του υπουργείου Εσωτερικών, με το οποίο τους γνωστοποιήθηκε ότι τους απαγορεύεται η πρόσβαση σε συγκεκριμένα διαμερίσματα της γαλλικής πρωτεύουσας. Ιδιαίτερη «απαγορευμένη ζώνη» είναι η πλατεία Δημοκρατίας. Εκεί, όπου από το τέλος Φεβρουαρίου, έχει γίνει ο τόπος συνάντησης των νέων και όχι μόνο, που μένουν όρθιοι μέρα και νύχτα και αντιστέκονται στα κυβερνητικά μέτρα και αναζητούν αποτελεσματικούς τρόπους οργάνωσης και αντίστασης στις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις.
Συνέχεια των κινητοποιήσεων Τα συνδικάτα συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις σε πείσμα της αδιάλλακτης πολιτικής της κυβέρνησης και της εργοδοσίας, η οποία, όπως τονίζουν τα συνδικάτα, επείγεται να ψηφιστεί το νομοσχέδιο της υπουργού Εργασίας, Μαριάμ Ελ Κομρί, που της διασφαλίζει την απόλυτη κυριαρχία σ’ ό,τι αφορά τις αμοιβές, τις ώρες εργασίας και τις απολύσεις.
Μετά τις διαδηλώσεις οι επικεφαλής των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων CGT, FO, Solidaires, FSU και των νέων UNET, FIDL και UNEL δήλωσαν ότι «οι κινητοποιήσεις, όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκαν -όπως αναφέρουν τα μίντια και περίμενε η κυβέρνηση– αλλά θα συνεχιστούν και θα γενικευθούν μέχρι να αποσυρθεί το νομοσχέδιο για τα εργασιακά». Ένα νομοσχέδιο που ευνοεί κατά ένα εντελώς αυθαίρετο τρόπο τις επιχειρήσεις και από την άλλη σηματοδοτεί την κοινωνική οπισθοδρόμηση.
Ο νόμος για την αυτορύθμιση απέτυχε Ένα πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η άμεση αντίδραση και άρνηση του πρωθυπουργού να μπει πλαφόν στις αμοιβές των στελεχών των επιχειρήσεων, όπως ζητούν 40 προσωπικότητες (οικονομολόγοι, συνδικαλιστές, αλλά και στελέχη του ΣΚ), με κείμενά τους που δημοσιεύτηκαν στη «Λιμπερασιόν». Οι αμοιβές των στελεχών, με βάση τα στοιχεία των επιχειρήσεων του 2015, είναι 240 φορές μεγαλύτερη από τον κατώτατο μισθό των εργαζομένων (smic). Δηλαδή, οι αμοιβές τους φθάνουν στο ποσό των 4,2 εκατ. ευρώ. Σ’ αυτό το ποσό συμπεριλαμβάνονται ο σταθερός και μεταβλητός μισθός, αλλά ακόμα και οι χωρίς αμοιβή υπηρεσίες και τα stock options. Οι ανισότητες αυτές με τις τεράστιες αμοιβές ανάμεσα στους εργαζόμενους και τα στελέχη διευρύνονται και δημιουργούν ένα νοσηρό κλίμα, επισημαίνουν τα συνδικάτα. Χωρίς βέβαια να αναμένεται τίποτα θετικό για την ανάπτυξη, όπως διατείνεται ο νεοφιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών, Εμμανουέλ Μακρόν και περιμένει ο Φρ. Ολάντ. Ο ίδιος είχε υποσχεθεί ότι θα περιορίσει τις μεγάλες διαφορές και βέβαια δεν έγινε τίποτα αν και ήταν στο πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Αντίθετα, το 2013 ο τότε υπουργός Οικονομικών, Πιερ Μοσκοβισί, ανακοίνωσε την εγκατάλειψη αυτής της υπόσχεσης, τονίζοντας ότι δεν χρειάζεται, διότι «θα αυτορυθμιστεί από τους διευθυντές». Το μόνο που έγινε, ήταν να μπει ένα όριο για τους διευθυντές των δημοσίων επιχειρήσεων στα 450.000 ευρώ το χρόνο.
Η αυτορύθμιση «ήταν μια σκέτη απάτη», τονίζουν τα συνδικάτα, τα οποία δείχνουν αποφασισμένα να συνεχίσουν τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις με κάθε πρόσφορο τρόπο. Πιθανότατα να εξαγγείλουν –σύμφωνα με πληροφορίες του γαλλικού Τύπου- πανεργατική κινητοποίηση για τις 26 Μαΐου ή το πιθανότερο για τις αρχές Ιουνίου. Τότε που θα συζητηθεί το νομοσχέδιο και πάλι στη Γερουσία, για να επιστρέψει στη βουλή τον Ιούλιο (με βάση την προβλεπόμενη διαδικασία).
Προς γενική απεργία; Οι μεγάλες συνομοσπονδίες, που είχαν την πρωτοβουλία των μέχρι τώρα εννέα μεγάλων κινητοποιήσεων, δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα, γιατί έχουν τη θετική άποψη της μεγάλης πλειοψηφίας του γαλλικού λαού και ιδιαίτερα της φοιτητικής και μαθητικής νεολαίας, αλλά και των «Άγρυπνων», που επιδιώκουν να διευρύνουν τη δράση τους και να την διεθνοποιήσουν. Έτσι, δεν αποκλείεται να προχωρήσουν και πάλι σε επαναλαμβανόμενες 24ωρες και 48ωρες απεργίες, ακόμα και σε πανεθνική γενική απεργία, με στόχο να μην περάσει το νομοσχέδιο. «Η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο της κυβέρνησης», τονίζουν.
Ο πρόεδρος Ολάντ και ο πρωθυπουργός Βαλς επιμένουν στην πορεία που έχουν χαράξει. Μια πορεία που προκαλεί πολλές αντιδράσεις στην κοινωνία. Για να τις παρακάμψουν καταφεύγουν σε αντιδημοκρατικά ακόμα και αστυνομικά μέτρα. Η επιμονή στην πολιτική αυτή εγκυμονεί κινδύνους, γιατί προκαλεί μεγάλη απογοήτευση και οργή σε ευρύτερες λαϊκές μάζες. «Αυτή η οργή οδηγεί σε μεγάλο βαθμό στην απαξίωση του πολιτικού λόγου και τον ευτελισμό των θεσμών», επισημαίνει ο εθνικός γραμματέας του γαλλικού ΚΚ, Πιερ Λοράν και συνεχίζει, «αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει στο να αγνοηθεί ή να σχετικοποιηθεί ο κίνδυνος να πέσει η χώρα στα χέρια της δεξιάς, η οποία διατηρεί ανοιχτό δίαυλο σε ανώτερο επίπεδο προς την άκρα δεξιά. Ο μόνος τρόπος να φράξουμε το δρόμο, είναι να ανοικοδομήσουμε πραγματικά την ελπίδα με την αλλαγή της ίδιας της αριστεράς».
Αναγκαία η σύγκλιση της εναλλακτικής αριστεράς Γι’ αυτό είναι αναγκαία η σύγκλιση των δυνάμεων της αριστεράς. Πρόκειται για μια δύσκολη υπόθεση, όχι όμως ακατόρθωτη. Οι μεγάλες κινητοποιήσεις εργαζομένων και νεολαίας, που συνεχίζονται από τις αρχές του χρόνου, και οι υπογραφές που συγκεντρώθηκαν για την πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης, που κατέφυγε στο άρθρο 49 παρ.3 του συντάγματος, δείχνει ότι «είναι δυνατή», υποστηρίζει ο Πιερ Λοράν. «Γιατί οι δυνάμεις αυτές υπάρχουν, κινούνται στο χώρο του μετώπου της αριστεράς, των Οικολόγων – Πράσινων, των διαφωνούντων του ΣΚ, αλλά και στις δυνάμεις των κινημάτων, των συνδικάτων και της νεολαίας. Όλες αυτές οι δυνάμεις μπορούν να συγκλίνουν και να επεξεργαστούν ένα πρόγραμμα εναλλακτικό, πλειοψηφικό, της αριστεράς, με προοπτική τις προεδρικές εκλογές του 2017. Το πρόγραμμα να γίνει λαϊκή υπόθεση, όπως και η ανάδειξη του υποψήφιου για την προεδρία», αναφέρει ο Πιερ Λοράν και καταλήγει: «Σήμερα η αριστερά δεν μπορεί να είναι αξιόπιστη, αν δεν έρθει σε ρήξη με το νεοφιλελευθερισμό της δεξιάς και της αριστεράς (των Ολάντ, Βαλς και Μακρόν). Και ακόμα, αν δεν έχει ένα σχέδιο για τη ριζική αλλαγή κατεύθυνσης της ΕΕ. Αν δεν ανανεώσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, δεν συμβάλλει στην ανάκαμψη της παραγωγής και των δημόσιων υπηρεσιών, στη βάση ενός νέου οικονομικού μοντέλου, ικανού να ανακάμψει η Γαλλία και να ενωθεί η Ευρώπη».
Μ. Κοβάνης