του Δημήτρη Ραπίδη
Ήδη από τα τέλη του 2012 είχαν φανεί τα πρώτα σημάδια στροφής της κυβέρνησης ΑΚΡ και του Ερντογάν προσωπικά προς τη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού καθεστώτος που θα περιόριζε τις ελευθερίες. Η εκκαθάριση της ηγεσίας του στρατού που προηγήθηκε θεωρήθηκε αρχικά ως σημαντικό βήμα για την περιφρούρηση της δημοκρατίας στη χώρα, γεννώντας μεγάλη ικανοποίηση σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού που είχε ακόμη ζωντανές τις μνήμες από τις ταραχώδεις δεκαετίες του 1960, του 1970 και του 1980.
Αντίστοιχη ήταν και η ικανοποίηση στην ελληνική πλευρά συνολικά, καθώς μέχρι εκείνη την περίοδο οι εκτιμήσεις για την ηγεσία Ερντογάν ήταν θετικές. Πράγματι, ο σημερινός πρόεδρος της Τουρκίας είχε δώσει τα διαπιστευτήριά του ήδη από τη θητεία του ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, όσο και κατά τη διάρκεια των πρώτων περίπου 8 χρόνων διακυβέρνησης της χώρας, με ελάχιστους να μπορούσαν να φανταστούν τότε τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν.
Η στροφή Ερντογάν προς τον απολυταρχισμό είναι αποτέλεσμα πολλών πραγμάτων. Αναμφισβήτητα είναι προϊόν προσωπικής ροπής και ιδεολογίας. Η χρόνια αδυναμία της αντιπολίτευσης να προσφέρει μια ελκυστική πρόταση πολιτικής διακυβέρνησης, η υποχωρητικότητα και περιθωριοποίηση μεγάλου τμήματος του ακαδημαϊκού και πνευματικού κόσμου, οι εύθραυστες ισορροπίες στη Μέση Ανατολή και η προσπάθεια πλασαρίσματος της χώρας ως περιφερειακού δρώντος, το κενό ισχύος στον αραβικό κόσμο και η ανάδειξη του δόγματος της πολυμερούς διπλωματίας, η ανάγκη δημιουργίας ενός πόλου που παντρεύει κοσμικά με ισλαμικά στοιχεία, η απότομη οικονομική άνοδος μεγάλων τμημάτων της μικροαστικής τάξης στη χώρα και η παράλληλη επίκληση στο θρησκευτικό συναίσθημα και στον "τουρκισμό" πληθυσμών που είτε μετακινήθηκαν από την επαρχία σε μεγάλα αστικά κέντρα είτε ζουν σε αγροτικές περιοχές στην Ανατολία και την Νοτιονατολική Τουρκία - όλα αυτά αποτελούν μικρά κομμάτια σε ένα σύνθετο παζλ.
Χρήσιμο επίσης να σημειώσουμε πως κάποιες στρατηγικές επιλογές του Ερντογάν, όπως στον πόλεμο του Ιράκ το 2003, στη σύγκρουση με το Ισραήλ, στην ενίσχυση των σχέσεων με το Ιράν και στο διαμεσολαβητικό ρόλο που έπαιξε για την Τεχεράνη την περίοδο που η χώρα βρισκόταν εγκλωβισμένη από το εμπάργκο, βοήθησαν σημαντικά στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης του Ερντογάν. Κρίσιμο, επίσης, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία δεν θέλησαν να τον στριμώξουν είτε γιατί επωφελούνταν από την παρουσία του, είτε γιατί περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να τον αποδυναμώσουν.
Το Κουρδικό, η Συρία, η Ρωσία Η πολιτική Ερντογάν στο Κουρδικό ζήτημα άλλαξε άρδην έπειτα από την εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία. Ο στόχος της κυβέρνησης ήταν να επιβάλλει με τη βία τον έλεγχο των κουρδικών πληθυσμών και των ομάδων που εμπλέκονται στις μάχες κατά του Ισλαμικού Κράτους, διαβλέποντας ότι η ενδυνάμωση της κουρδικής παρουσίας τόσο στα νοτιοανατολικά σύνορα της χώρας όσο και στα εδάφη που μάχονται οι Κούρδοι της Συρίας θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τετελεσμένα για την Τουρκία και μελλοντική απόσχιση των περιοχών, όπου το κουρδικό στοιχείο υπερτερεί. Το ΑΚΡ επέλεξε να μην ξεκινήσει το διάλογο με τους Κούρδους και να κινηθεί προς μια συνολική, ειρηνική λύση, αλλά αντίθετα έστρεψε τα βέλη της και ενάντια στο HDP, όχι μόνο ασκώντας βία στις κουρδικές περιοχές όπου τυγχάνει θερμής υποστήριξης, αλλά διώκοντας τους βουλευτές του με την άρση της κοινοβουλευτικής τους ασυλίας.
Η επιλογή της τουρκικής κυβέρνησης στο Κουρδικό ζήτημα έχει αποβεί στρατηγικά μοιραία. Η Ρωσία, μετά και το περιστατικό με την πτώση του ρωσικού μαχητικού από τουρκικές δυνάμεις στα σύνορα με τη Συρία, έχει κάνει άνοιγμα φιλίας και συνεργασίας με το HDP, προσδοκώντας να παίξει καθοριστικό ρόλο στις μεταπολεμικές εξελίξεις στη Συρία, οι οποίες θα επηρεάσουν άμεσα και τις εξελίξεις στην Τουρκία. Η παραχώρηση διοικητικών και πολιτικών εξουσιών στους Κούρδους της Συρίας θα επηρεάσει άμεσα και τους Κούρδους της Τουρκίας, οι οποίοι θα πιέσουν ακόμη περισσότερο για αυτοδιάθεση ή παραχώρηση αυξημένων εξουσιών. Η προοπτική της απόσχισης και δημιουργίας ενός διεθνικού, διακρατικού Κουρδιστάν δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες προς το παρόν, κυρίως λόγω της διάθεσης τόσο της Ουάσινγκτον όσο και της Μόσχας για αποφυγή δημιουργίας ενός ακόμη πυρήνα αστάθειας στην Μέση Ανατολή. Η τουρκική κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά την πορεία των εξελίξεων, διαβλέποντας ότι μπορεί σύντομα να βρεθεί σε αδιέξοδο. Για αυτόν ακριβώς το λόγο καταφεύγει στη βία προκειμένου να αποδυναμώσει πλήρως το Κουρδικό κίνημα.
Η ένταση στο Αιγαίο Η συχνότητα των παραβιάσεων του εθνικού εναερίου χώρου και των χωρικών υδάτων από την Τουρκία δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί. Και αυτό για τρεις βασικούς λόγους: ο πρώτος είναι πως η τουρκική κυβέρνηση βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα κυκεώνα ιδιαίτερα σύνθετων προβλημάτων εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Σε καμία περίπτωση ο στόχος της Άγκυρας δεν είναι η δημιουργία επεισοδίου, αλλά η τεχνητή επίδειξη ισχύος ενός ηγέτη που έχει απολέσει τις συμμαχίες που με τόσο κόπο έχτισε επί χρόνια σε διεθνές επίπεδο.
Ο δεύτερος λόγος είναι η παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο. Ναι μεν εντάσσεται στο πλαίσιο επίβλεψης των επιχειρήσεων διάσωσης και παρακολούθησης της τήρησης της συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και Τουρκίας, ωστόσο λειτουργεί και ως ανασταλτικός παράγοντας δημιουργίας εντάσεων. Και μπορεί η ηγεσία του ΝΑΤΟ να σιωπά επιδεικτικά για τις τουρκικές παραβιάσεις λόγω σειράς ζητημάτων γεωπολιτικής ισορροπίας, σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι διατεθειμένο να αφήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις και στρατιωτική εμπλοκή, ακόμη και ήπιας κλίμακας.
Ο τρίτος λόγος, ο οποίος θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα τα επόμενα χρόνια, αφορά στην συμφωνία για την κατασκευή του αγωγού TAP και τα ζητήματα τα οποία συνδέονται άμεσα με αυτό. Για την ΕΕ ο συγκεκριμένος αγωγός είναι στρατηγικής σημασίας καθώς εντάσσεται στην πολυμερή ενεργειακή πολιτική που επιδιώκει η ΕΕ, κυρίως για την μείωση εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Ο αγωγός ξεκινά από την Κασπία Θάλασσα και το Αζερμπαϊτζάν, στρατηγικό ενεργειακό εταίρο της ΕΕ, περνώντας όμως μέσα από τα τουρκικά εδάφη για να καταλήξει, ως πρώτο ευρωπαϊκό σταθμό, στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, το αζέρικο φυσικό αέριο είναι πολύ φθηνό για την Τουρκία, η οποία επωφελείται από αυτό, λόγω και των αυξημένων προκλήσεων στο ζήτημα της ασφάλειας μεταφοράς στην ευρύτερη περιοχή. Οι ΗΠΑ με τη σειρά τους χαιρετίζουν το νότιο διάδρομο φυσικού αερίου που αναπτύσσεται (Southern Gas Corridor), ισχυροποιώντας ακόμη περισσότερο τα επιχειρήματα και τις επιδιώξεις της ΕΕ, όσο και την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος, μέλος Γραμματείας Εξωτερικής Πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ