Του Δημήτρη ΡαπίδηΟ τούρκος πρόεδρος Ερντογάν επένδυσε πολλά στον εορτασμό της επετείου για την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Όχι τυχαία, καθότι νιώθει περισσότερο αδύναμος από ποτέ, περισσότερο ευάλωτος από εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους και «απειλές», που ο ίδιος με την αμετροεπή και στρατηγικά ρηχή πολιτική του προκάλεσε. Ακόμη και η πλειοψηφία της τουρκικής ομογένειας στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ που συνεχίζει ακόμη να τον στηρίζει, είναι περισσότερο κριτική παρά ποτέ απέναντι στο καθεστώς.
Ένας βασικός προβληματισμός που διατυπώνεται από τουρκικά κέντρα ερευνών και δεξαμενές σκέψης (think-tank), που διατηρούν έναν σημαντικό βαθμό πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας από την κυβέρνηση, είναι η έλλειψη μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης. Αυτή η πρόταση σίγουρα δεν προέρχεται από το CHP και το MHP, με το μεν πρώτο να είναι βυθισμένο σε εσωτερικούς κλυδωνισμούς, το δε δεύτερο να καθίσταται δεκανίκι του AKP, παίζοντας τον ρόλο του άτυπου σκληροπυρηνικού συνεργάτη του κυβερνώντος κόμματος, απορροφώντας την αμιγώς εθνικιστική ψήφο, και λειτουργώντας ως εμπροσθοφυλακή και προάγγελος για μια σειρά επιλογών της κυβέρνησης: από την συνταγματική αναθεώρηση και την υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του Προέδρου μέχρι την ωμή βία κατά των βουλευτών του HDP εντός και εκτός της Εθνοσυνέλευσης.
Η συνεχής επίκληση στο συναίσθημαΜε τον κιτς εορτασμό για την επέτειο της άλωσης της Πόλης ο Ερντογάν έκανε επίκληση στο συναίσθημα των Τούρκων, κυρίως εκείνων των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων που τον υποστηρίζουν σταθερά και τον ακολουθούν με «κλειστά μάτια». Η αναφορά στην «οθωμανικότητα», στις ένδοξες προσωπικότητες που κατατρόπωσαν την Δύση και η αναπαράσταση από δρώμενα της εποχής του Μωάμεθ εξυπηρέτησαν δύο βασικούς σκοπούς: αφενός την αποτύπωση του παραλληλισμού μεταξύ του Μωάμεθ και του Ερντογάν στη συνείδηση των πολιτών, αφετέρου την επάνοδο του αυτοκρατορικού παρελθόντος στο επίπεδο της καθημερινής πολιτικής συμπεριφοράς.
Η επιλογή του πρωθυπουργικού ζεύγους και ο τρόπος με τον οποίο τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης το παρουσιάζουν, ως ένα ταπεινό, λαϊκό και προσεγγίσιμο ζευγάρι που βρίσκεται κοντά στον μέσο Τούρκο, εξυπηρετεί τον στόχο του Ερντογάν για να απλώσει τη λαϊκότητα του καθεστώτος σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών τάξεων. Για τον εργάτη της Ανατολίας και για τον μικροαστό της Κωνσταντινούπολης, η ταύτιση είναι άμεση σε επίπεδο εικόνας, ενώ για τον μεσοαστό από την Άγκυρα, τον νεόπλουτο της Σμύρνης ή των επιχειρηματία από το Μπέμπεκ, καλλιεργείται μια αίσθηση ανωτερότητας απέναντι στο προφίλ του πρωθυπουργού, ανωτερότητα η οποία ολοκληρώνεται και «τερματίζει» στο ασυνείδητο όταν βρίσκεται ενώπιον της παρουσίας του «ηγέτη» Ερντογάν μπροστά στην τηλεόραση ή την πολιτική συγκέντρωση στις πλατείες. Οι υπερεξουσίες που θέλει να συγκεντρώσει ο Ερντογάν και το ηγετικό προφίλ που μεθοδικά χτίζει στους κόλπους της τουρκικής κοινωνίας είναι αποτέλεσμα σκληρής επικοινωνιακής δουλειάς, αλλά κυρίως μόχθου για πλήρη έλεγχο ενός επί δεκαετίες εξασθενημένου πολιτικού και στρατιωτικού συστήματος.
Η Συρία και οι διαφορετικές στρατηγικέςΟ Ερντογάν επενδύει στη συνεχή ενδυνάμωση του προσωπικού του προφίλ και στην παράλληλη «βύθιση» του Κουρδικό ζητήματος από την επικαιρότητα. Η άρση της ασυλίας των βουλευτών του HDP και η άσκηση βίας στις Νοτιοανατολικές περιοχές εξυπηρετεί την πλήρη διάλυση του κινήματος και τον αποκλεισμό των πιο προβεβλημένων προσωπικοτήτων από το να αρθρώσουν λόγο και να κινητοποιήσουν την διεθνή κοινότητα για όσα συμβαίνουν.
Αντίθετα, η πολιτική του Ερντογάν και του ΑΚΡ στο ιρακινό Κουρδιστάν είναι εντελώς διαφορετική. Η Τουρκία ευνοεί τα αμερικανικά σχέδια για τη δημιουργία του λεγόμενου «κουρδικού διαδρόμου» που θα διατρέχει τόσο το Ιράκ όσο και τη Συρία, αρκεί ο διάδρομος αυτός να μην περιλαμβάνει τις κουρδικές περιοχές στην Τουρκία. Ο λόγος είναι πως οι κρατικές και ιδιωτικές επενδύσεις στο ιρακινό Κουρδιστάν αυξάνονται συνεχώς, από κατασκευαστικά και οδικά έργα μέχρι έργα ύδρευσης και επέκτασης του δικτύου ηλεκτροδότησης, ενώ ισχυροποιείται η εμπλοκή της Άγκυρας σε ζητήματα εξόρυξης πετρελαίου με στόχο της συμμετοχή σε πολυμετοχικά σχήματα εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της χώρας. Το πλάνο για αύξηση της από κοινού εκμετάλλευσης με τους Αμερικανούς προχωρά συστηματικά, με την Τουρκία να κρατά χαμηλά τον πήχη, φοβούμενη αλλαγή στάσης της αμερικανικής ηγεσίας.
Αναφορικά με το μέλλον της Συρίας και το διάδοχο καθεστώς, οι επιλογές της Άγκυρας είναι περιορισμένες. Η Ρωσία θέλει να αποκόψει κάθε «πάτημα» της Τουρκίας στην χώρα, με τις ΗΠΑ να τηρούν προς το παρόν επαμφοτερίζουσα στάση, έτοιμες να συνεργαστούν πιο ενεργά με την Μόσχα προκειμένου να καθορίσουν από κοινού τις μελλοντικές εξελίξεις. Τα συμφέροντα των ΗΠΑ είναι διαμετρικά αντίθετα από εκείνα της Ρωσίας, με στρατηγική επιλογή της Ουάσινγκτον να παραμένει η διατήρηση χαμηλού βεληνεκούς, διαχειρίσιμων διακρατικών και θρησκευτικών εντάσεων, ενώ για την Μόσχα να παραμένει προτεραιότητα η διασφάλιση της ασφαλούς διέλευσης του φυσικού αερίου και πετρελαίου, τόσο προς την Δύση όσο και προς την Κίνα.
Σε αυτό το σύνθετο πλαίσιο έρχεται να προστεθεί το Ιράν. Η Τεχεράνη επιδιώκει σταθεροποίηση της κατάστασης περισσότερο από ποτέ, με ένα σταθερό μεταπολεμικό καθεστώς στην Δαμασκό που θα συνεργάζεται αρμονικά για να διαφυλάσσεται η ασφαλής μεταφορά φυσικού αερίου. Σε αυτό το σημείο τα συμφέροντα Μόσχας και Τεχεράνης συγκλίνουν, διαπίστωση που ενισχύει την περιφερειακή συνεργασία των δύο αυτών δρώντων.
Στην παρούσα φάση, με τις ευαίσθητες ισορροπίες που φαίνεται σταδιακά να παίρνουν μορφή, εκείνο το οποίο θα καθορίσει τις εξελίξεις στην περιοχή δεν θα είναι μια πιθανή συνεργασία ΗΠΑ και Ρωσίας στο συριακό μέτωπο, αλλά το πώς θα διαμορφώσουν τόσο η Μόσχα όσο και η Τεχεράνη το εύρος επιρροής τους ενάντια στην Σαουδική Αραβία που συντηρεί χρηματοδοτικά τον εμφύλιο στην Συρία.
*Ο Δ. Ραπίδης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος, μέλος Γραμματείας Εξωτερικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ