Το 2014 η Πάρμα, η πατρίδα του Βέρντι, μια από τις πλουσιότερες πόλεις της Βόρειας Ιταλίας, χαρακτηρίστηκε από την εφημερίδα The Telegraph η τέταρτη καλύτερη πόλη στον κόσμο από άποψη ποιότητας ζωής.
Σ’ αυτή την πόλη, τη νύχτα της 9ης προς 10η Μαΐου, τέσσερις άνδρες με γάντια, κουκούλες, ρόπαλα και μαχαίρια, μπήκαν στο διαμέρισμα ενός τριαντάχρονου τυνήσιου μετανάστη και τον δολοφόνησαν, αφού πρώτα τον βασάνισαν φρικτά, κόβοντάς του ένα αυτί, τμήμα της μύτης, το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και σπάζοντάς του το κεφάλι με τα ρόπαλα.
ΑβοήθητοςΟι σπαρακτικές κραυγές του θύματος ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά μέσα στη νυχτερινή ησυχία. Όμως κανείς δεν έσπευσε να τον βοηθήσει. Όταν επιτέλους η αστυνομία αποφάσισε να κάνει έφοδο στο διαμέρισμα, ο δύστυχος Μοχάμεντ Χαμπάσι ήταν ήδη νεκρός.
Δύο από τους δολοφόνους του ήταν ρουμάνοι μετανάστες και οι άλλοι δύο Ιταλοί, από την Πάρμα, θεωρούμενοι ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας και σύμφωνα με τις τοπικές εφημερίδες «υπεράνω πάσης υποψίας», ο ένας ιδιοκτήτης ενός πολύ γνωστού κλαμπ και ο άλλος σχεδιαστής κόμικς με αστυνομικό περιεχόμενο.
Το Μanifesto, όπως και το Fatto Quotidiano, ήταν από τις λίγες εφημερίδες που έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα στο θέμα, ενώ η Repubblica, στην έκδοση για την Πάρμα, μίλησε για τέσσερις αλλοδαπούς.
Επειδή χρωστούσε νοίκιαΟ τοπικός Τύπος ακολούθησε το κλασικό σχήμα: «Ιταλός, άρα δικός μας, άρα έντιμος πολίτης από τη μια, και από την άλλη ένας ξένος, που επιπλέον ήταν και άνεργος». Ποιος ξέρει τι είχε κάνει αυτός ο ξένος, για να του αξίζει μια παρόμοια τιμωρία.
Το έγκλημα του Μοχάμεντ είναι ότι χρωστούσε νοίκια για το διαμέρισμα στο οποίο ζούσε, το οποίο ανήκε στη σύντροφο του ενός Ιταλού. Το διαμέρισμα το είχε νοικιάσει η σύντροφος του Μοχάμεντ, Ιταλίδα από τη Σικελία, η οποία είχε χάσει τη ζωή της σε ένα τραγικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αφήνοντας ορφανό το μικρό της παιδί.
Οι γείτονες του Μοχάμεντ που ερωτήθηκαν από τους δημοσιογράφους δήλωσαν ότι δεν τον συμπαθούσαν καθόλου, ότι τους ενοχλούσε γιατί «άκουγε πολύ δυνατά μουσική». Και κάποιοι δημοσιογράφοι να καταλήγουν περίπου στο συμπέρασμα ότι «πήγαινε γυρεύοντας».
Όταν μετά από πολλές μέρες επισκέφτηκε την περιοχή ο επικεφαλής της δημοτικής ομάδας του Δημοκρατικού Κόμματος στην Πάρμα, κάποιοι από τους κατοίκους κατάγγειλαν την αδιαφορία των θεσμών για το γεγονός, υποστηρίζοντας ότι ενώ είχαν καλέσει επανειλημμένα την αστυνομία η επέμβασή της ήρθε πολύ αργά.
Στη μνήμη τουΌμως οι συμπατριώτες του δεν ξέχασαν τον Μοχάμεντ. Στην αντιρατσιστική διαδήλωση και πορεία που έγινε στην Πάρμα το Σάββατο, 28 Μαΐου, οι συμπατριώτες του συμμετείχαν με ένα πανό που έγραφε στα αραβικά και στα ιταλικά με τεράστια γράμματα: «Οι ζωές μας αξίζουν περισσότερο από τα λεφτά σας».
Ένα άλλο μικρό σημάδι αλληλεγγύης υπήρξε μια επιστολή δασκάλων και άλλων πολιτών σε μια τοπική εφημερίδα, ανθρώπων που είχαν γνωρίσει το εξάχρονο παιδάκι (που βρίσκεται σήμερα στην Τυνησία με τη γιαγιά του), το οποίο έμεινε ορφανό και από πατέρα.
Έτσι, σιγά-σιγά και με ελάχιστες εξαιρέσεις, ανεβαίνει ένα ε��ικίνδυνο κύμα ρατσισμού και εκφασισμού της κοινωνίας σε όλη την Ευρώπη και θα ξαναδούμε ένα έργο που έχουμε ξαναζήσει, με άλλα θύματα εκείνη τη φορά, αν δεν προλάβουμε να θωρακίσουμε τις κοινωνίες μας από το μίσος.
Ποιος ξέρει αν ο μικρός γιος του Μοχάμεντ, σε περίπτωση που θελήσει κάποτε να μεταναστεύσει κι αυτός, θα διαλέξει την τέταρτη στον κόσμο πόλη σε ποιότητα ζωής για να ζήσει, την πόλη που δεν έδωσε μια ευκαιρία στον πατέρα του, αλλά αντίθετα του έδωσε έναν μαρτυρικό θάνατο για ασήμαντη αιτία;
Τόνια Τσίτσοβιτς