Της Βιβής ΚεφαλάΣτις 5 Ιουνίου 1967, η αιφνιδιαστική επίθεση του ισραηλινού στρατού εναντίον των γειτονικών αραβικών χωρών απετέλεσε ένα στρατιωτικό θρίαμβο για το εβραϊκό κράτος, το οποίο κατέλαβε αραβικά εδάφη, δημιουργώντας σχεδόν το Ερέτζ Ισραέλ, δηλαδή το Μεγάλο Ισραήλ, το βιβλικό Ισραήλ. Τα εδάφη που κατελήφθησαν ήταν η Χερσόνησος του Σινά (Αίγυπτος), τα υψίπεδα του Γκολάν (Συρία), αλλά και τα εδάφη που προβλεπόταν –σύμφωνα με την απόφαση 181 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Σ.Α., ΟΗΕ) του 1947- ότι θα αποτελέσουν το αραβικό κράτος της Παλαιστίνης, δηλαδή τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, που βρίσκονταν τότε υπό ιορδανικό και αιγυπτιακό έλεγχο αντιστοίχως, καθώς και την ανατολική Ιερουσαλήμ, η οποία προοριζόταν να είναι η πρωτεύουσα του αραβικού κράτους στην Παλαιστίνη.
Αν και η απόφαση 242 του Σ.Α., ΟΗΕ (1967) ζητούσε την απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων στα προ της 5ης Ιουνίου 1967 σύνορα του Ισραήλ, διότι η απόκτηση εδαφών δια στρατιωτικής καταλήψεως είναι παράνομη, το Τέλ Αβίβ αδιαφόρησε. Έκτοτε έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας και οι αλλαγές που έχουν επέλθει είναι ελάχιστες: με εξαίρεση το Σινά (το οποίο το Ισραήλ παρέδωσε στην Αίγυπτο με βάση τη Συμφωνία του Κάμπ Νταίηβιντ του 1979), όλα τα υπόλοιπα αραβικά εδάφη παραμένουν υπό ισραηλινή στρατιωτική κατοχή. Ενώ το ανατολικό τμήμα της Ιερουσαλήμ προσαρτήθηκε και ανακηρύχθηκε «αιώνια και αδιαίρετη πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους». Επί πλέον, το Ισραήλ έκτισε το λεγόμενο τείχος ασφαλείας, που κηρύχθηκε παράνομο από το Διεθνές Δικαστήριο, και συνεχίζει να απαλλοτριώνει αυθαίρετα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, στα οποία εγκαθιστά ισραηλινούς εποίκους, επιδιώκοντας τον έλεγχο της γης δια της ανθρώπινης παρουσίας.
Κατοχή και εποικισμοίΕπί σχεδόν πενήντα χρόνια, λοιπόν, η κατοχή και ο εποικισμός των αραβικών εδαφών της Παλαιστίνης συνεχίζεται και αυτό αποτελεί ένα, ακόμα, τεράστιο εμπόδιο για την επίτευξη μίας βιώσιμης συμφωνίας για την ειρήνη ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους. Εννοείται, βέβαια, ότι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα εμπόδια είναι η άρνηση του Ισραήλ να διαπραγματευτεί στ’ αλήθεια με την Παλαιστινιακή Αρχή, κάνοντας ό,τι μπορεί για να την μειώσει και να υποσκάψει. Πράγματι, μετά τις Συμφωνίες του Όσλο και της Ουάσιγκτον του 1993, με την οποία επιτυγχανόταν η αμοιβαία αναγνώριση Ισραηλινών και Παλαιστινίων και δινόταν μία σχετική αυτονομία στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, εν αναμονή της τελικής διευθέτησης, η ειρηνευτική διαδικασία τελείωσε, στην πραγματικότητα, με τη δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν από εβραίο ζηλωτή το 1995.
Από τότε, το Παλαιστινιακό παραμένει έρμαιο τοπικών, περιφερειακών και διεθνών αναμετρήσεων, πότε ξεχασμένο από τη διεθνή κοινότητα, πότε χρησιμοποιούμενο ως μοχλός περιφερειακών αναμετρήσεων, πότε ταυτιζόμενο με την τρομοκρατία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ συνεχίζει τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, διατηρεί τον ασφυκτικό αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας, από την οποία αποχώρησε μονομερώς το 2005 και εναντίον της οποίας επιτίθεται -από το 2008 και μετά- σχεδόν ανά διετία, ισχυριζόμενο ότι μόνο έτσι μπορεί να είναι ασφαλές από την ισλαμική τρομοκρατία της παλαιστινιακής Χαμάς.
Ο φαύλος κύκλοςΕίναι προφανές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαύλο κύκλο, ο οποίος αφορά τόσο την πολιτική που ακολουθεί το Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων, όσο και την εσωτερική του πολιτική ζωή. Στην πρώτη περίπτωση, η έλλειψη προόδου στις συνομιλίες, η άσκηση όλο και πιο κατασταλτικών μέτρων εναντίον των Παλαιστινίων, η δραματική ασυμμετρία δυνάμεων ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή, εκτρέφει τους εκατέρωθεν εξτρεμισμούς, πράγμα που οδηγεί σε κλιμάκωση της βίας, διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στους δύο λαούς, που, όμως, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συμβιώσουν. Η κατάσταση αυτή, η οποία μάλιστα διαρκεί εδώ και δεκαετίες, δεν θα μπορούσε παρά να επηρεάσει την εσωτερική πολιτική του Ισραήλ, ενισχύοντας το φοβικό σύνδρομο των Ισραηλινών, πράγμα που –με την σειρά του- ενισχύει τις εξτρεμιστικές και υπερσυντηρητικές φωνές στην χώρα, όπως εξ άλλου φάνηκε στις βουλευτικές εκλογές του 2015.
Οι εκλογές αυτές οδήγησαν στη δημιουργία ενός κυβερνητικού συνασπισμού, του οποίου ηγείται ο Βενιαμίν Νετανιάχου, και συμμετέχουν όλα τα συντηρητικά και υπερσυντηρητικά κόμματα, ενώ η αριστερά, και πρωτίστως οι ισραηλινές οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τελεί στην πραγματικότητα υπό διωγμό και στηλιτεύεται δημόσια από κυβερνητικά στελέχη ως ενεργούμενη εχθρικών δυνάμεων, που δυσφημούν το Ισραήλ και αμαυρώνουν την εικόνα του στο εξωτερικό*.
Έτσι, στον ανασχηματισμό που έκανε ο ισραηλινός πρωθυπουργός, Βενιαμίν Νετανιάχου, πριν από λίγες ημέρες, ο υπερσυντηρητικός και υπέρμαχος των εποικισμών, Άβιγκντορ Λίμπερμαν έγινε υπουργός Άμυνας. Πέραν του γεγονότος, ότι ο νέος υπουργός Άμυνας δεν έχει καμία σχετική εμπειρία, η υπερσυντηρητική πολιτική του τοποθέτηση έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις ακόμα και στους συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους του Ισραήλ, σε σημείο που δύο υπουργοί παραιτήθηκαν. Από την πλευρά του ο στρατηγός Γιαϊρ Γκολάν σχολιάζοντας τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης δήλωσε ότι το σημερινό κυβερνητικό σχήμα τον κάνει να βλέπει πολλές ομοιότητες με την Γερμανία(**), πράγμα που προκάλεσε, βεβαίως, τη μήνιν των συντηρητικών δυνάμεων.
Νέες εντάσειςΜέσα σε αυτό το κλίμα, στις 8 Ιουνίου έγινε νέα δολοφονική επίθεση στο Τελ Αβίβ: δύο νεαροί Παλαιστίνιοι επιτέθηκαν με πυροβόλα όπλα σε πολυσύχναστη συνοικία εναντίον πολιτών, σκοτώνοντας τέσσερις και τραυματίζοντας άλλους δέκα. Η αντίδραση του Ισραήλ ήταν άμεση: ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας, ανάπτυξη εκατοντάδων ισραηλινών στρατιωτών στη Δυτική Όχθη, ανάκληση των αδειών εισόδου που είχαν χορηγήσει οι ισραηλινές αρχές σε 83.000 Παλαιστίνιους, ώστε να μπορέσουν να επισκεφθούν συγγενείς τους κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού. Επίσης, δεν έλειψαν οι φωνές εκείνων στο Ισραήλ, που ζητούν τη συλλογική τιμωρία του χωριού που κατάγονται οι δράστες, με το σκεπτικό ότι στους κόλπους του ζούσαν οι τρομοκράτες. Από την πλευρά της, η Χαμάς χαιρέτισε την επίθεση ως αντίσταση κατά του κατακτητή, ενώ την ευθύνη ανέλαβε η ισλαμική οργάνωση Ταξιαρχίες του Αλ Κάσσαμ.
Είναι περισσότερο από σαφές ότι αυτή η επίθεση θα πυροδοτήσει ένα νέο κύκλο αντιποίνων και αίματος, τροφοδοτώντας το αδιέξοδο, ενισχύοντας τους αδιάλλακτους και καταδικάζοντας όλους όσους έχουν αντιληφθεί ότι η πραγματική ασφάλεια του Ισραήλ μπορεί να οικοδομηθεί μόνο στηριζόμενη σε μία βιώσιμη πολιτική λύση του Παλαιστινιακού. Πολύ περισσότερο, που ο εξτρεμισμός που σαρώνει την ευρύτερη περιοχή, απειλεί να την βυθίσει στο χάος και έχει ρίξει στη λήθη το Παλαιστινιακό.
Όπως προκύπτει, η λύση του προβλήματος δεν εξαρτάται από τη διοργάνωση διεθνών διασκέψεων, όπως αυτή που έγινε στο Παρίσι στις 3 Ιουνίου, από την οποία, μάλιστα, απουσίαζαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, ακόμα και εάν θεωρηθεί ως μία κίνηση ώστε να επανέλθει στο προσκήνιο το Παλαιστινιακό, εν όψει της διεθνούς συνδιάσκεψης που θα γίνει το φθινόπωρο. Η λύση του Παλαιστινιακού προβλήματος δεν μπορεί να βασίζεται σε ευχολόγια και πολύ περισσότερο σε άκαρπες διπλωματικές κινήσεις χάριν εντυπωσιασμού. Αντίθετα, απαιτεί την πραγματική δέσμευση της διεθνούς κοινότητας, ώστε να επιτευχθεί μια δίκαιη επίλυση του ζητήματος, που θα λαμβάνει υπ’ όψιν και θα προστατεύει τα νόμιμα δικαιώματα και των δύο λαών και δεν θα αρκείται σε φραστικές καταδίκες. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, τόσο η ισραηλινή κυβέρνηση θα μπορεί να παίρνει όλο και πιο ακραία μέτρα για την «ασφάλεια της χώρας», οι Παλαιστίνιοι θα ασφυκτιούν και το αιματηρό αδιέξοδο θα συνεχίζεται.
*Βλ. Enderlin C., Israël à l’heure de l’Inquisition. Le Monde diplomatique, mars 2016.
**Le Monde 01/06/2016