Του Δημήτρη ΡαπίδηΠριν από έξι χρόνια ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρότζεκτ στην Γενεύη της Ελβετίας, που αφορούσε στη δημιουργία ενός μεγάλου κήπου με άνθη από το Ιράν. Η προσπάθεια είχε τόσο συμβολικό όσο και ουσιαστικό χαρακτήρα. Σε συμβολικό επίπεδο, στόχος ήταν να απεικονισθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο φυσικός πλούτος της χώρας, ενώ σε ουσιαστικό επίπεδο επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η προσέγγιση του δυτικού πολιτισμού με τον ιρανικό, μακριά και πέρα από το γνωστό πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, των εν εξελίξει τότε διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας, της πολιτικής και θρησκευτικής σύγκρουσης με τη Δύση.
Το πρότζεκτ αυτό δεν ξεκίνησε τυχαία από την Ελβετία. Η χώρα της κεντρικής Ευρώπης παρείχε ατύπως τις υπηρεσίες της ως διαμεσολαβήτρια μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Τεχεράνης στο ζήτημα των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα, θέτοντας τις βάσεις για τη μετέπειτα συμφωνία. Έκτοτε, οι σχέσεις των δύο χωρών παραμένουν πολύ στενές, με τις επιχειρηματικές και εμπορικές συνεργασίες να αυξάνονται κατακόρυφα.
Κεντρικός γεωπολιτικός παράγονταςΤο Ιράν αποτελεί και θα αποτελεί κεντρικό γεωπολιτικό παράγοντα στη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και, σύντομα, την Ανατολική Ασία. Βασική επιδίωξη της Τεχεράνης είναι η αύξηση επιρροής σε όλο αυτό το γεωγραφικό τρίγωνο που διαμορφώνεται, ασκώντας πολιτική και οικονομική επιρροή, αναπτύσσοντας στενές ενεργειακές σχέσεις με το κουρδικό Ιράκ και την Κίνα, θρέφοντας συνεχώς τις διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία, επενδύοντας, παράλληλα, στη στρατηγική σύγκρουση με τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία. Η ανάπτυξη της περιφερειακής επιρροής δεν καθορίζεται μόνο με οικονομικά χαρακτηριστικά, αλλά και με πολιτισμικά χαρακτηριστικά, με την ανάδειξη της ανωτερότητας της περσικής ιστορίας και παράδοσης στον αραβικό κόσμο. Απώτερος στόχος δεν είναι η επιβολή στην ενδοισλαμική θρησκευτική σύγκρουση, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η Δύση, αλλά η διαμόρφωση εκείνου του πλαισίου που θα επιτρέπει στη χώρα να κινείται αυτόνομα σε επίπεδο χαμηλής και υψηλής πολιτικής.
Το ελβετικό κράτος, χτίζοντας μια μετριοπαθή, όσο και στρατηγικά μακρόπνοη, εξωτερική πολιτική, διέβλεψε την επιρροή που θα ασκούσε η Τεχεράνη ήδη από το 1980, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Αξιοποιώντας την προνομιακή του θέση εντός του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την ελευθερία κινήσεων που είχε διασφαλίσει, έχτισε σταδιακά επαφές με οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες στη χώρα, τις οποίες διατήρησε ακμαίες στο πέρασμα των χρόνων. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη και η ανάπτυξη επωφελών σχέσεων σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος ήταν και είναι τα βασικά χαρακτηριστικά στα οποία βασίστηκαν οι διμερείς σχέσεις.
Πολυμερής εξωτερική πολιτικήΉδη από πέρυσι, με δειλά βήματα, η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να αναπτύξει σχέσεις με το Ιράν, ακολουθώντας το δόγμα της πολυμερούς εξωτερικής πολιτικής. Η βάση δόθηκε και δίδεται στις εμπορικές σχέσεις και στο επενδυτικό κομμάτι, ωστόσο εξίσου σημαντικό είναι να αναδειχθούν τα κοινά στοιχεία των δύο πολιτισμών. Ο γλωσσικός πολιτισμός των δύο κρατών, όσο και επιμέρους στοιχεία πολιτισμικής κληρονομίας, τέχνης και αναφοράς στο βάθος των αιώνων, αποτελούν βασικά συστατικά σύσφιξης των σχέσεων. Και σε αυτό ακριβώς το επίπεδο υπάρχει προνομιακός χώρος δράσης, ο οποίος πρέπει να αναπτυχθεί περαιτέρω.
Παράλληλα, είναι γεγονός πως το Ιράν αποτελεί το αντίπαλο δέος της Τουρκίας. Σε πολλές από τις πρόσφατες έρευνες που έχει διενεργήσει το Al Jazeera Center for Studies, η πλειοψηφία των πολιτών της Τουρκίας βλέπουν αρνητικά την εμπλοκή του Ιράν στο ζήτημα της Παλαιστίνης, κυρίως γιατί αυτή η εμπλοκή απομακρύνει την Άγκυρα από ένα προνομιακό πεδίο για αυτή, έτσι όπως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων, με αφορμή τη σύγκρουση Τουρκίας και Ισραήλ. Ανάλογα ανήσυχοι είναι οι Τούρκοι πολίτες αναφορικά με τις διμερείς σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ, οι οποίες εκτιμάται ότι χάνουν το ειδικό τους βάρος έπειτα από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Ειρωνεία της ιστορίας είναι η προγενέστερη θέση της Τουρκίας, το διάστημα 2007-10, ως διαμεσολαβήτρια και υποστηρίκτρια του Ιράν στις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, η αλλαγή στάσης είναι αμοιβαία και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εξελίξεις στη Συρία και στα διαφορετικά συμφέροντα που υπερασπίζεται η κάθε πλευρά.
Ο συγκρουσιακός χαρακτήρας των τουρκο-ιρανικών σχέσεων είναι ένας ακόμη παράγοντας, τον οποίο μεσοπρόθεσμα μπορεί να εκμεταλλευτεί η ελληνική κυβέρνηση. Ευρύτερα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφέρει να χτίσει μεθοδικά τα βήματα ανάπτυξης και ενδυνάμωσης σχέσεων σε όλα τα επίπεδα, καλλιεργώντας προσεκτικά τις θέσεις του και τα «πατήματά» του στη Μέση Ανατολή: από το Ιράν και το ευρύ φάσμα των πολιτικό-οικονομικών του δυνάμεων, μέχρι το διωκόμενο HDP στην Τουρκία και τις δημοκρατικές δυνάμεις της Παλαιστίνης, έως εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις στο Ισραήλ που επιθυμούν ειρηνική και ισότιμη λύση στο Παλαιστινιακό. Το «πάντρεμα» σύνθετων συμφερόντων, κοινών κοινωνικών και πολιτικών αναφορών και αγώνων, όπως και η προώθηση των γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, χτίζεται μεθοδικά.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι Κήποι του Ιράν θα μπορούσαν να φτάσουν και στην Αθήνα.
* Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος, μέλος Γραμματείας Εξωτερικής Πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ.