Τη συνέντευξη πήρεο Παύλος ΚλαυδιανόςΤελικά, η ΕΚΤ αποφάσισε την επαναφορά της εξαίρεσης (Waiver) και για τα ελληνικά ομόλογα. Θα τα δέχονται ξανά, δηλαδή, κατ’ εξαίρεση ως ενέχυρα, για να δανείζονται φθηνά οι ελληνικές τράπεζες. Ποια η σημασία του;Είναι μια σημαντική εξέλιξη. Η ΕΚΤ θα δέχεται, ξανά ως ενέχυρα τα ελληνικά ομόλογα, αν και δεν είναι διαβαθμισμένα όσο απαιτούν οι κανονισμοί της, διότι η Ελλάδα είναι σε πρόγραμμα. Κατά συνέπεια, οι ελληνικές τράπεζες θα υποκαταστήσουν δανεισμό, που παίρνουν από τον ELA με επιτόκιο περίπου 1,5%, με δάνεια πολύ χαμηλού επιτοκίου, 0,05%. Άρα, σαφώς, θα έχουμε μικρότερο κόστος.
Αυτό Θα μπορούσε να οδηγήσει και σε αύξηση ρευστότητας;Δύσκολα θα το έλεγα αυτό αυτή τη στιγμή, αλλά είναι ένα καλό βήμα προς τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, ώστε να μπορέσει, έως ότου πάρει μπροστά η ελληνική οικονομία, να κλείσει διάφορα κενά που έχει, να βγάλει και να παρουσιάσει ορισμένα λογιστικά κέρδη, με αποτέλεσμα οι μετοχές τους, πιθανό, να γίνουν ελκυστικότερες και να εισρεύσουν επενδύσεις χαρτοφυλακίου από τις τράπεζες. Δηλαδή, να αυξηθεί, υπό μια έννοια, αυτό που ονομάζουμε, γενικώς, εμπιστοσύνη προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία.
Χωρίς ρίσκο η ΕΚΤΤο κούρεμα, όμως, της ονομαστικής αξίας των ελληνικών ομολόγων -επειδή ακριβώς είναι χαμηλής διαβάθμισης- παρέμεινε το ίδιο μεγάλο. Αυτή η επιφύλαξη από την ΕΚΤ δεν αναμενόταν.Η ΕΚΤ, κατά την άποψή μου, θα έπρεπε να προχωρήσει σε μια μείωση του ποσοστού προεξόφλησης. Δεν το έκανε, διότι, φαντάζομαι, περιμένει τις εξελίξεις, την ολοκλήρωση και του δεύτερου κομματιού της πρώτης αξιολόγησης, η οποία θα εντάξει την ελληνική οικονομία, κατά πάσα πιθανότητα, και στην ποσοτική χαλάρωση. Δηλαδή, νομίζω, κούρεμα και ποσοτική χαλάρωση θα πάνε μαζί, αφού η ΕΚΤ δει πώς εξελίσσονται τα πράγματα.
Η δήλωση του Ντράγκι ότι η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης συνδέεται με το τεστ βιωσιμότητας του χρέους είναι πολύ αυστηρή, μοιάζει με υπαναχώρηση ή έστω προφύλαξη.Πράγματι, ο Ντράγκι είναι προσεκτικός, δεν επιθυμεί αυτή τη στιγμή να αναλάβει ένα ρίσκο, παρότι το έκανε στο παρελθόν. Αλλά και τώρα, θα λέγαμε, το κάνει μέσω της δήλωσης Στουρνάρα ότι τα ενδεδειγμένα πρωτογενή πλεονάσματα για την Ελλάδα είναι 1,5% - 2% του ΑΕΠ. Διότι ο Διοικητής της ελληνικής Κεντρικής Tράπεζας είναι μέρος του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, επομένως εκφράζει και την άποψη της ΕΚΤ. Αλλά, εκτιμώ, ότι θα περιμένει να πληρωθούν τα ομόλογα της ΕΚΤ, από την ελληνική κυβέρνηση και επομένως ν’ ανοίξει ένας χώρος, διότι μέχρι τώρα δεν υπάρχει, είναι καλυμμένο το ποσοστό των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ, για να μπορέσουμε να πάμε στην ποσοτική χαλάρωση. Θα εξαρτηθεί πάρα πολύ από το πώς θα πάει η διαπραγμάτευση για το δεύτερο κομμάτι της αξιολόγησης. Είναι αυτό που απαιτείται, για να πάρουμε τα υπόλοιπα 2,8 δισ. μετά τα 7,5 δισ. εκ των 10,3 δισ. που ορίστηκαν. Ασφαλώς, η ΕΚΤ όφειλε, κατά τη γνώμη μου, να πάει μπροστά σε χώρες όπως είναι η Ελλάδα, που έχουν μεγάλη ανάγκη, για να μπορέσει να βοηθήσει πραγματικά την ανάπτυξη στην περιφέρεια. Αντί να πάει μπροστά, πάει πίσω από την εξέλιξη του προγράμματος. Το περιμένει, υλοποιούμενο, χωρίς να υποβοηθάει, όπως θα έπρεπε, τη ρευστότητα και άρα εμμέσως τις δυνατότητες μεγέθυνσης της οικονομίας.
Πολιτικές πιέσεις των θεσμώνΕίναι, προφανώς, μια πολιτική επιλογή αυτό, που έχει κάποιο στόχο.Ναι είναι μια πολιτική επιλογή, αλλά λανθασμένη. Θέλει να πιέσει την Ελλάδα, με βάση το σχέδιο, που έχουν συμφωνήσει και οι τέσσερις θεσμοί, πρώτα η Ελλάδα να εφαρμόζει το πρόγραμμα και μετά να της δίνουν ανάσες. Αλλά αυτό είναι εντελώς λάθος, διότι δημιουργεί καθυστέρηση και επικίνδυνα κενά. Δεν δίνουν τους βαθμούς ελευθερίας, που κρατάνε στα χέρια τους. Να πούμε, εδώ, και κάτι άλλο που αναφέρθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο συνέδριο του Economist. Αυτό το πρόγραμμα, το οποίο έχει επιβληθεί, δεν είναι βέβαιο ότι είναι πραγματικά το σωστό και ότι θα μας βγάλει πέρα.
Στο συνέδριο του Economist προέκυψε αυτό πολύ καθαρά και, φοβάμαι, απ’ όλες τις πλευρές.Υπάρχει συμφωνία ως προς αυτό και των τεσσάρων θεσμών. Το ΔΝΤ ήταν κατηγορηματικό: το χρέος μη βιώσιμο, μικρά πλεονάσματα, κι άλλες μεταρρυθμίσεις, αναδιάρθρωση του χρέους με βάση αυτά. Η ΕΚΤ δεν συμμετείχε, αλλά είχαμε την παρέμβαση Στουρνάρα για το πλεόνασμα 2%. Είχαμε την παρέμβαση του ESM, του κ. Ρέγκλινγκ, ο οποίος εκφράζει απολύτως τις απόψεις του κ. Σόιμπλε. Λέει χαρακτηριστικά -και στη συνέντευξή του στην Καθημερινή- ότι έχουμε συμφωνήσει για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% και για μετά το 2018. Αυτό απέχει και από την απόφαση του Eurogroup, η οποία, τουλάχιστον, αφήνει κενό το σημείο αυτό. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής δεν είπε, επί της ουσίας, τίποτε. Εάν, όμως, δεν συμφωνήσουν και στα πρωτογενή πλεονάσματα, επί της ουσίας, δεν θα συμφωνήσουν για την ορθότητα του προγράμματος. Εκείνο στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι οι μεταρρυθμίσεις. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς εννοούν μ’ αυτές. Εν πάση περιπτώσει, το μόνο που είναι σαφές είναι η πρόταση να μειωθούν περαιτέρω οι μισθοί και οι συντάξεις. Αυτό παράγεται, ως συμπέρασμα, από το υπόδειγμα που εφαρμόζεται. Από την άλλη μεριά όλα τα πεδία των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η Ελλάδα, πχ, καλύτερη δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να λυθεί σε ένα ή δυο χρόνια. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης δεν μπορεί να λυθεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Όλα αυτά είναι μακροχρόνια προβλήματα και λύνονται, όταν η οικονομία βρίσκεται σε μεγέθυνση, όχι όταν πιέζεται.
Στη σκιά του δημοψηφίσματοςΓια να έλθουμε τώρα και στα υπαρξιακά προβλήματα της Ευρώπης. Είχε ενδιαφέρον αυτό που είπε ο κ. Γιούνκερ, εννοώντας τον κ. Σόιμπλε, ότι κάποιοι που έλεγαν Grexit τώρα ξορκίζουν το Brexit …Το πρόσεξα. Ο κ. Σόιμπλε πριν λίγες μέρες είπε κάτι πολύ σημαντικό. Αυτή τη στιγμή, είπε, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε περαιτέρω ενοποίηση. Αυτό, από την πλευρά της Γερμανίας, λέγεται για πρώτη φορά. Και πρέπει να ψάξουμε, να βρούμε πάλι, το πώς θα προχωρήσει η Ευρώπη. Κατά την άποψή μου εδώ υπάρχει ένα μεγάλο θέμα. Είτε παραμείνει, είτε φύγει η Μ. Βρετανία, πρέπει να ξαναμελετηθεί το σχέδιο για την ΕΕ. Αλλά το πρόβλημα είναι το εξής: ποια είναι τα σενάρια, τα οποία πέφτουν στο τραπέζι, που μπορούν να υλοποιηθούν προς μια αναθεώρηση των Συνθηκών, προς μια αναθεώρηση του δρόμου που πρέπει να ακολουθήσει η ΕΕ, αφού συμφωνήσουν όλοι οι λαοί της; Κι αυτό συμβαίνει λόγω της συγκεκριμένης πολιτικής, που έχουν ακολουθήσει οι Γερμανοί και οι φίλοι τους τα τελευταία χρόνια της κρίσης και γενικότερα λόγω του λανθασμένου σχεδίου πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το σχέδιο της ΕΕ. Με την οικονομική ενοποίηση πριν και την πολιτική ενοποίηση μετά. Τώρα, κατά την άποψή μου, έχει καεί το θέμα της πολιτικής ενοποίησης. Αυτό, ίσως, εννοούσε και ο Σόιμπλε. Η Μ. Βρετανία, με τα προβλήματα που έθετε, δεν ήταν ποτέ μια ευρωπαϊκή δύναμη που ενδιαφερόταν για το μέλλον της ενοποίησης της Ευρώπης. Η Γαλλία, όμως, όχι. Άρα αυτό, τώρα, είναι το μεγάλο θέμα, το τι θα κάνει η Γαλλία, διότι αυτή είναι ο άλλος πόλος. Θα συνεχίζει να στηρίζει τη Γερμανία;
Εννοείς θα αντέχει, ως κοινωνία και οικονομία, να ακολουθεί αυτή την πολιτική;Σωστά. Θα συνεχίσει να ταυτίζεται με τη Γερμανία; Ή θα επιχειρήσει να δημιουργήσει άλλες συμμαχίες, εν πάση περιπτώσει να ακούσει και τις άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, πιθανότατα η Ισπανία αύριο μετά τις εκλογές, για μια διαφορετική στροφή; Αλλά ποια είναι αυτή; Δεν διαφαίνεται ακόμη καθαρά.
Πρόβλημα τα κόκκινα δάνειαΝα δούμε λίγο τις Τράπεζες; Σε τι κατάσταση βρισκόταν αυτή τη στιγμή;Από την άποψη της φερεγγυότητας υπάρχει μια ισχυρή κεφαλαιακή βάση. Δεν σημαίνει κάτι από τη στιγμή που δεν λύνεται το πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Αυτό είναι το μεγάλο τους πρόβλημα. Δεν μπορεί να λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα στη βάση αυτή. Αν δεν λυθεί το πρόβλημα αυτό, αν δεν αρχίσει να αναπτύσσεται η ελληνική οικονομία -και είναι δύσκολο να λειτουργήσει, περιμένοντας ρευστότητα από τις τράπεζες δεν θα αρθεί το πρόβλημα. Για να δώσουν δάνεια οι τράπεζες χρειάζονται καταθέσεις.
Υπάρχουν τομείς, όμως, που πάνε καλά αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν πάντοτε να έχουν το ίδιο ποσοστό κόκκινων. Π.χ. ο τουριστικός κλάδος. Τι συμβαίνει; Μιλάμε για πολύ μεγάλες ή μεγάλες επιχειρήσεις.Υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα εδώ, έχει εντοπισθεί και το ερώτημα έχει απευθυνθεί σε επίσημες συσκέψεις. Ρωτήθηκαν οι επιχειρηματίες του κλάδου από τραπεζίτες, γιατί δεν προχωρούν σε ρυθμίσεις ή σε πληρωμές ή τέλος πάντων, σε διακανονισμό. Ουσιαστικά δεν απάντησαν. Είναι βέβαιο ότι ένας μεγάλος αριθμός, μπορεί να προχωρήσει άμεσα σε διακανονισμό. Εάν προχωρήσει το πρόγραμμα για τα κόκκινα δάνεια, υπολογίζεται, ότι ένα 25% - 30% αυτών που δεν αποπληρώνουν ως σήμερα τα δάνειά τους θα βρουν τρόπους να τα διακανονίσουν.
•