• Γιατί η άμεση εκλογή προέδρου βλάπτει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία

BREXIT1

Μεταξύ των υπό αναθεώρηση διατάξεων του ισχύοντος συντάγματος, τώρα που άνοιξε εντελώς άστοχα και ανεπίκαιρα ζήτημα αναθεώρησής του εν γένει, εμφανίζονται και οι διατάξεις περί του τρόπου εκλογής και των αρμοδιοτήτων του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εισαγωγικά, καλό είναι να επισημάνουμε ότι το συγκεκριμένο ζήτημα έρχεται, και σήμερα και στο παρελθόν, με περισσή ευκολία στο τραπέζι. Για παράδειγμα, η ηγεσία της ΝΔ μέχρι πρότινος ήταν υπέρ της άμεσης εκλογής από το λαό του προέδρου, ενώ η σημερινή ούτε που θέλει να ακούσει κάτι τέτοιο. Αλλά και στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος, στην αριστερά, χωρίς να προϋπάρξει οποιαδήποτε συζήτηση στο απώτερο ή στο κοντινό παρελθόν, έρχεται ξαφνικά θέμα άμεσης εκλογής του προέδρου, αλλά και αλλαγής των αρμοδιοτήτων του.
Ο τρόπος με τον οποίο εισάγεται το θέμα, είναι ενδεικτικός και της σοβαρότητας με την οποία ανοίγει και γενικότερα το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης. Ωστόσο, ειδικότερα για το συγκεκριμένο θέμα θα όφειλαν όσοι το εγείρουν να είναι πολύ πιο προσεκτικοί, γιατί δεν επιφέρει μια δευτερεύουσας σημασίας αλλαγή.

Να μας λείπουν οι μονοπρόσωποι θεσμοί

Πρώτα πρώτα, η άμεση εκλογή προέδρου θεσμοθετεί ένα μονοπρόσωπο όργανο με αυξημένη πολιτική ισχύ έναντι ενός πρωθυπουργού που αναδεικνύεται έμμεσα, από τη βουλή. Πολύ περισσότερο εάν ο πρόεδρος, εκλέγεται «με βάση πολιτικό πρόγραμμα και αποφασιστικές αρμοδιότητες» όπως προτείνει με άρθρο του στην «Αυγή» (26 Ιουνίου) ο γνωστός συνταγματολόγος Γ. Δρόσος. Θα πρόκειται για ένα μονοπρόσωπο όργανο ουσιαστικά ανεξέλεγκτο επί μία πενταετία ή τετραετία, από τη στιγμή που δεν λογοδοτεί σε κανένα αντιπροσωπευτικό σώμα, όπως, αντίθετα, λογοδοτεί και ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση στη βουλή ανά πάσα στιγμή. Με την αλλαγή αυτή, δηλαδή, διαμορφώνονται ανισότιμες σχέσεις σε βάρος του πρωθυπουργού και ιδίως της κυβέρνησης (ενός συλλογικού οργάνου) και υπέρ ενός μονοπρόσωπου οργάνου, ενός ουσιαστικά ανεξέλεγκτου προέδρου «με αποφασιστικές αρμοδιότητες» (που θα αποφασίζει με βάση την εξαιρετικά αμφισβητήσιμη σε ένα δημοκρατικό καθεστώς προσωπική αποφασιστική εξουσία).
Και μόνο αυτές οι (δεύτερες) σκέψεις θα έπρεπε να κάνουν τους εισηγητές τέτοιων αλλαγών πιο διστακτικούς. Αλλά δεν είναι μόνον αυτές. Δεν είναι μόνο η αδιάλειπτη έγνοια της αριστεράς να ενισχύει τα συλλογικά όργανα, εκτελεστικά, νομοθετικά, δικαιοδοτικά, και να ελαχιστοποιεί μέχρις εξάλειψης τα μονοπρόσωπα, αρχή που θα έπρεπε να επικρατεί πολύ περισσότερο στα υψηλότερα επίπεδα, όπου οι αποφάσεις κατά τεκμήριο είναι κρισιμότερες και αφορούν το παρόν και το μέλλον όλων των πολιτών. Την αριστερά τη διακρίνει και ένας άλλος διαχρονικός αγώνας: κατά της εγκατάστασης, ή υπέρ της άρσης, παράλληλων κέντρων εξουσίας, που αποδυναμώνουν ή υπονομεύουν τα κοινοβουλευτικά ελεγχόμενα δημοκρατικά εκλεγμένα όργανα, τα οποία εντέλλονται να εκφράζουν την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

Να μας λείπουν τα δεύτερα κέντρα εξουσίας

Η αριστερά, συχνά μαζί με αστούς δημοκράτες, έχει δώσει πολύχρονους αγώνες για να σπάσει καθεστώτα που ήταν βασισμένα στην ύπαρξη δύο κέντρων εξουσίας, όπως ήταν τα πολιτεύματα που διατηρούσαν, κατά οποιοδήποτε τρόπο, το θεσμό της βασιλείας. Δεν το έκανε επειδή είχε προηγούμενα με τους πρίγκιπες και τις βασιλοπούλες. Το έκανε γιατί γνώριζε ότι ένα δεύτερο κέντρο εξουσίας δίπλα, και συχνότατα σε αντίθεση, με το δημοκρατικά νομιμοποιημένο και ελεγχόμενο (βουλή-κυβέρνηση) λειτουργεί ανασταλτικά (και αντιδραστικά) ως εμπόδιο στην ανέλιξη της εφαρμογής της εκφρασμένης δημοκρατικά λαϊκής θέλησης. Η εμπειρία, πλούσια και πικρή, επιβεβαιώνει αυτές τις επί της αρχής αντιρρήσεις της αριστεράς.
Μα, θα πείτε, όταν πρόκειται για έναν πρόεδρο εκλεγμένο, και μάλιστα απ’ ευθείας από το εκλογικό σώμα, δεν ισχύουν αυτές οι ενστάσεις. Ισχύουν και παραϊσχύουν. Γιατί γύρω από τον πρόεδρο και κατά τη διαδικασία εκλογής του από το λαό, και μάλιστα με βάση πολιτικό πρόγραμμα, κάλλιστα μπορούν να συσπειρωθούν δυνάμεις αντίθετες με τις στοχεύσεις μιας δημοκρατικά εκλεγμένης πλειοψηφίας και κυβέρνησης, με στόχο, δεδηλωμένο ή μη, να ανακόψουν την εφαρμογή του προγράμματός της. Και αν ακόμη δεν το κατορθώσουν, θα μπορούσαν να προκαλέσουν τόσα προβλήματα δυσλειτουργίας του πολιτεύματος, που θα καθιστούσαν ανύπαρκτα ουσιαστικά τα νομιζόμενα οφέλη από μια τέτοια δυαδική ρύθμιση.
Διότι εδώ –συχνά γίνεται αυτό το λάθος– δεν πρόκειται για μια λύση εξισορρόπησης εντός ενός ενιαίου συστήματος, όπως, για παράδειγμα, είναι τα συστήματα συνδυασμού βουλής-γερουσίας, όπου εξισορροπείται η επιρροή δύο δημοκρατικά εκλεγμένων συλλογικών και αντιπροσωπευτικών οργάνων, στα οποία έχει αναφορά η μία και μοναδική κοινοβουλευτικά αναδειγμένη και ελεγχόμενη κυβέρνηση. Ένας πρόεδρος άμεσα εκλεγμένος, με βάση πολιτικό πρόγραμμα και με αποφασιστικές αρμοδιότητες είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα: αποτελεί άλλο κέντρο εξουσίας. Που μόνο ενισχυτικά και υποβοηθητικά για μια αριστερή κυβέρνηση δεν πρόκειται να λειτουργήσει, ακόμα κι αν δεν βρίσκεται εκ προοιμίου απέναντί της. Εάν, δε, πιστεύει κανείς ότι μπορεί να αποτελέσει ο πρόεδρος αντίβαρο σε μια δεξιά κυβέρνηση, αυταπατάται, γιατί ένας θεσμός που μπορεί να λειτουργήσει ως εμπόδιο στην αλλαγή της κοινωνίας δεν σημαίνει ότι μπορεί με την ίδια αποτελεσματικότητα να εμποδίσει μια προσπάθεια παλινόρθωσης. Η τελευταία επιχειρείται πάντοτε σε πιο ευνοϊκό για τη συντήρηση έδαφος.
Και σε κάθε περίπτωση, δεν κάναμε τόσο κόπο, ώστε να εξαλειφθούν και τα τελευταία ίχνη δυαδικότητας με την αναθεώρηση του 1985, για να ξαναμπλεχτεί στα πόδια μας ένα σχήμα που μόνο προβλήματα μπορεί να προκαλέσει στη ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας.

Χ. Γεωργούλας
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet