Του Θάνου ΧατζόπουλουΗ προχθεσινή ψηφοφορία στη Βουλή για την επικύρωση της συμφωνίας πώλησης του ΟΛΠ στην Cosco είχε μια ιδιαιτερότητα: για πρώτη φορά από την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου τον Αύγουστο, ένα από τα προαπαιτούμενα εκείνης της συμφωνίας ψηφίζεται και από τους πραγματικούς «ιδιοκτήτες» αυτής της πολιτικής. Υπέρ ψήφισαν εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ η Νέα Δημοκρατία, η Δημοκρατική Συμπαράταξη, το Ποτάμι και η Ένωση Κεντρώων.
Παρά την ευκαιρία για εύκολη αντιπολίτευση που τους πρόσφερε η επιστολή της Cosco (η οποία στόχευε αποκλειστικά στην υπονόμευση της προσπάθειας του υπουργείου Ναυτιλίας να θεσπίσει ασφαλιστικές δικλείδες για τους εργαζόμενους και τα συμφέροντα του Δημοσίου απέναντι στις αποικιοκρατικές ρήτρες της Σύμβασης Παραχώρησης) δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη χαρά τους για μια ακόμη ιδιωτικοποίηση.
Στοχοποίηση του Θ. ΔρίτσαΑλλά αυτό δεν πρέπει να ικανοποιεί κανέναν. Γιατί η στοχοποίηση Δρίτσα δεν είχε στόχο μόνο τον υπουργό αλλά την προσπάθεια να μπουν κάποιο κόκκοι άμμου στον μνημονιακό οδοστρωτήρα. Είχαμε επισημάνει πως στο θέμα του ΟΛΠ η κυβέρνηση βρισκόταν μεταξύ δύο πυρών (από τη μια το κουαρτέτο και οι εγχώριοι οπαδοί του και από την άλλη οι εργαζόμενοι). Τη στιγμή που ακόμη και το ΚΚΕ ψήφισε το άρθρο για την οριστική παραχώρηση της έκτασης των Λιπασμάτων στο Δήμο Δραπετσώνας-Κερατσινίου η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ανέδειξε τις μικρές έστω αλλά υπαρκτές ρωγμές που κατάφερε να επιφέρει στα όσα της κληροδότησε η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, αλλά άφησε επί της ουσίας ακάλυπτο τον Δρίτσα. Επί τρεις μέρες έπρεπε να απαντάει μόνος στις επιθέσεις, χωρίς κανένα άλλο κυβερνητικό στέλεχος να δηλώσει ευθαρσώς ότι ο υπουργός Ναυτιλίας απλώς υλοποιεί την πολιτική δέσμευση με την οποία κέρδισε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου ο ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβερνητική εκπρόσωπος δήλωσε απολογητικά πως δεν υπάρχει θέμα παραίτησης του υπουργού και το Μαξίμου επέλεξε να εκδώσει οργισμένη ανακοίνωση διάψευσης για δημοσίευμα του «Πρώτου Θέματος», αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε για την ανοικτή παρέμβαση της Cosco. Μάλιστα, ο συντάκτης του δημοσιεύματος επανήλθε μετά τη διάψευση διευκρινίζοντας εμμέσως πλην σαφώς πως δεν επρόκειτο για διάβημα της κινεζικής κυβέρνησης, αλλά για νυκτερινό τηλεφώνημα το βράδυ της Τετάρτης στο Μαξίμου. Δηλαδή για παρέμβαση που ναι μεν δεν μπορεί αποδειχθεί ότι έγινε, αφού δεν ήταν δημόσια, αλλά ούτε και να αποκλειστεί αφού ουσιαστική πολιτική δήλωση κάλυψης των ενεργειών του Δρίτσα δεν υπήρξε και τελικά έγιναν οι αλλαγές που ζητούσε η Cosco.
Έτσι όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσει να αποκρούσει την απαίτηση των δανειστών να αποκτήσει αυτός ως καλύτερος και αποτελεσματικότερος διαχειριστής την ιδιοκτησία του Μνημονίου.
Για μια άλλη ΕυρώπηΕίναι απόλυτα κατανοητό πως μετά το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, την αμφισβήτηση του Κόρμπιν από πολλά στελέχη των Εργατικών και το χαμηλότερο από τις προσδοκίες ποσοστό της συμμαχίας Podemos-Ενωμένης Αριστεράς στην Ισπανία η κυβέρνηση αισθάνεται και όχι άδικα ακόμη πιο περικυκλωμένη στην Ευρώπη. Η προσδοκία για ένα ντόμινο αλλαγής συσχετισμών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μετά την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα διαψεύδεται από τα γεγονότα.
Τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα φουντώνουν σε πολλές χώρες της ΕΕ, αλλά δεν βρίσκουν διέξοδο προς τα αριστερά, αντίθετα δυναμώνουν τους εθνικιστές και τα ξενοφοβικά κόμματα. Έξοδος από τα αριστερά προς μια κοινωνική και αλληλέγγυα Ευρώπη δεν υπάρχει παρά μόνο στις παλιές μπροσούρες του ΚΚΕ Εσωτερικού.
Η παραδοχή του Αλέξη Τσίπρα για το «φορτισμένο κλίμα» στη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες είναι χαρακτηριστική. Κανείς από το διευθυντήριο της ΕΕ δεν φαίνεται να αναγνωρίζει ότι υπάρχει «κοινωνικό και δημοκρατικό έλλειμμα» στην ΕΕ και την ανάγκη «να αλλάξει πορεία και κατεύθυνση».
«Πριν την κρίση, η ανεργία στην Ελλάδα ήταν όσο είναι στη Γερμανία, στο 7%, αλλά τώρα έχει φτάσει στο 26% και στη Γερμανία είναι στο 4%», προσέθεσε ο πρωθυπουργός επισημαίνοντας πως μια Ευρώπη «με τόσο μεγάλες ανισότητες δεν μπορεί να έχει μέλλον».
Προανήγγειλε επίσης την ανάληψη πρωτοβουλιών από την Ελλάδα για τη συγκρότηση συμμαχιών σε γεωγραφικό και πολιτικό επίπεδο. Αλλά αυτές οι συμμαχίες δεν μπορούν να προέλθουν από συναντήσεις κορυφής με τον Ολάντ (που χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ «Αριστερά της διακυβέρνησης») ούτε με τον Γκάμπριελ, πολύ περισσότερο με τον Γιούνκερ που πέρσι τον Ιούλιο αμφισβητούσε το δικαίωμά τους να αποφανθούν με δημοψήφισμα για το σχέδιό του.
Πρέπει να αναζητηθούν αλλού και αυτό είναι μια μακρά και δύσκολη διαδικασία που απαιτεί νέο πολιτικό σχέδιο και νέες θεωρητικές προσεγγίσεις. Το «περισσότερη Ευρώπη» δεν σημαίνει πια τίποτε άλλο για τους πολίτες, παρά τη σημερινή Ευρώπη των τραπεζών και του Σόιμπλε. Τα διλήμματα της βρετανικής αριστεράς που διχάστηκε με κάποιους να υποστηρίζουν το Bremain και άλλους το Brexit είναι και δικά μας διλήμματα.
Νέες δυσκολίεςΤο μόνο σίγουρο είναι πως οι εξελίξεις αυτές δεν κάνουν πιο εύκολη τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης. Το διαμήνυσε με το γνωστό τρόπο του ο Γερούν Ντάισελμπλουμ: «Δεν συζητάμε τον Οκτώβριο για το χρέος. Το ξέρει η κυβέρνηση αυτό», είπε. Με άλλα λόγια, το Brexit καθόλου δεν θα διευκολύνει τη συζήτηση για τα σκληρά προαπαιτούμενα του Σεπτεμβρίου που εκτός από τα εργασιακά –για τα οποία γράψαμε την προηγούμενη Κυριακή– περιλαμβάνει εκχώρηση μεριδίου της ΔΕΗ σε ιδιώτες (ήδη άρχισε με τη δημιουργία της θυγατρικής στην οποία θα μεταφερθούν 400 000 συνδρομητές), την πιθανότητα πώλησης του ΑΔΜΗΕ και άλλες ιδιωτικοποιήσεις που μένει να αποσαφηνιστούν.
Αποτελεσματική γραμμή άμυνας σε αυτές τις πιέσεις δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, αν μετά από κάθε διαπραγμάτευση αδειάζουμε με τέτοια ευκολία όσους προσπαθούν να σώσουν οτιδήποτε και αν σώζεται.
•