Στις 25 Ιουνίου 2016 συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από το θάνατο του Ιωάννη Ε. Μανωλεδάκη, ομότιμου καθηγητή Ποινικού Δικαίου, του Νομικού Τμήματος της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών (Ν.Ο.Ε.), του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.).
Ο δάσκαλος, και, κατ’ άλλους, ο «δάσκαλος των δασκάλων», Ι. Ε. Μανωλεδάκης, άνοιξε νέους δρόμους στην ποινική επιστήμη στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρώπη. Από τη στεγνή, τυπική και στενή ερμηνεία του ελληνικού ποινικού νόμου, που συγκαταλεγόταν η πλειονότητα των Ελλήνων ποινικολόγων, προτίμησε να ανοιχτεί σε έναν ωκεανό, όπου έσμιγαν τα νερά του Συνταγματικού Δικαίου, της Φιλοσοφίας, της Οικονομίας, της Ιστορίας. Υπήρξε πρωτοπόρος σ’ αυτό τον τομέα.
Η μοναδικότητά του σ’ αυτή την πρωτοπορία, τον έφερνε σε συγκρούσεις με κατεστημένες θέσεις, με απόψεις παρωχημένες, με μηχανισμούς επιβολής εντός και εκτός πανεπιστημίου. Η αντιπαράθεσή του, όμως, ακόμη και με συναδέλφους του, που υποστήριζαν τα ακριβώς αντίθετα με αυτόν στο επιστημονικό τους πεδίο, βρισκόταν σε υψηλό ηθικό και επιστημονικό επίπεδο. Συγκαταλεγόταν μεταξύ εκείνων των ολίγων σε Ελλάδα και Ευρώπη που έδωσαν μια νέα ώθηση στην επιστήμη του Ποινικού Δικαίου, που τόσο την είχε ανάγκη θεωρητικά, και θεσμικά εξακολουθεί να την έχει.
Εξάλλου, ο δρόμος που θα ακολουθούσε στη συνέχεια είχε προδιαγραφεί ήδη από το 1973, με την έκδοση της εργασίας του «Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών», αφιερώνοντάς την στους δασκάλους του. Στον πρόλογό της σημείωνε: «Η παρούσα μελέτη δεν αποτελεί διατριβήν περί της έννοιας του εννόμου αγαθού εις τη θεωρίαν του ποινικού δικαίου, αλλά μάλλον δοκίμιον, δια του οποίου επιχειρείται μία νέα θεωρητική σύλληψις της έννοιας ταύτης…».
Η σχέση του με τους φοιτητέςΑπό το 1973, που άρχισε να διδάσκει ως τακτικός καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στο Νομικό Τμήμα, φάνηκε ο νέος δρόμος που θα ακολουθούσε και στη διδασκαλία του, δηλαδή στη σχέση του με τους μαθητές τους. Σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς, εκμεταλλευόταν και την παραμικρή ρωγμή της δικτατορίας και την παραμικρή ολιγωρία της στο πανεπιστήμιο για να μιλήσει για την ανάγκη σύνδεσης του κατασταλτικού ρόλου του ποινικού δικαίου, με την ανάγκη των ελευθεριών του πολίτη.
Κι αργότερα, με την πτώση της δικτατορίας γινόταν εντονότερη η πίστη του, πως η νομική επιστήμη είχε ανάγκη να συνδεθεί με τις συνταγματικές ελευθερίες, με τις ιδέες της Φιλοσοφίας, με τις αρχές της Οικονομίας και με τις πηγές της Ιστορίας. Ήταν η εποχή που είχε έρθει από την εξορία του ο Αριστόβουλος Μάνεσης, ένας άλλος δάσκαλος, αυτός του Συνταγματικού Δικαίου, με τον οποίο συνδεόταν με στενό συγγενικό δεσμό, κι ένας άνεμος ελευθερίας, και ακαδημαϊκής πλέον, έπνεε στο Α.Π.Θ.
Όσοι/ες είχαμε την αγαθή τύχη να έχουμε καθηγητές αυτούς τους δυο δασκάλους, καταλαβαίναμε αμέσως μια ποιοτική διαφορά στο μάθημά τους, στην αντιμετώπιση των φοιτητών, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του πανεπιστημίου μετά την πτώση της δικτατορίας, χωρίς να θέλω να αδικήσω άλλους δημοκρατικούς καθηγητές και ιδίως το Νίκο Πανταζόπουλο, που ο ίδιος ο Ι. Ε. Μανωλεδάκης αποκαλούσε «δάσκαλο».
Θυμούμαι έντονα, ακόμη και τώρα μετά από τόσα χρόνια, την κατάμεστη από 20χρονα αγόρια και κορίτσια μεγάλη αίθουσα διδασκαλίας της σχολής μας, κατά την ώρα του μαθήματός του. Από την αρχή, αλλά και μετά, όταν το μάθημά του μεταφέρθηκε στο αμφιθέατρο, γιατί συνέρρεαν φοιτητές/τριες από όλες σχεδόν τις σχολές του Πανεπιστημίου για να τον παρακολουθήσουν. Δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι, εάν κάποιος/α φοιτητής/τρια παρακολουθούσε ανελλιπώς τις παραδόσεις του και μερικά από τα φροντιστήριά του, κατά την εξεταστική περίοδο θα έγραφε κατά πολύ πάνω από τη βάση.
Δεν δικηγόρησε ποτέ, αν και δικηγόρος από το 1962, γιατί από την αρχή είχε ταχθεί υπέρ της θεωρητικής εμβάθυνσης του ποινικού δικαίου και της ακαδημαϊκής του πορείας. Αυτή την «αρχή» του παραβίασε μόνο μια φορά, όπως μου εκμυστηρεύθηκε. Είχε τελειώσει την παράδοση-επικοινωνία του μαθήματός του και κατεβαίναμε τη Βασ. Σοφίας, συζητώντας για διάφορα ζητήματα και όταν τον ρώτησα γιατί δεν δικηγορεί, μου απάντησε, ότι μόνο μια φορά δικηγόρησε. Υπερασπίστηκε, χωρίς χρήματα, φυσικά, κάποιον γνωστό του, κατηγορούμενο για κατοχή κ.λπ. ναρκωτικών ουσιών, γιατί πίστευε ακράδαντα στην αθωότητά του, αλλά και γιατί θεωρούσε, ότι και ο πλέον στυγερός εγκληματίας δικαιούται υπεράσπισης.
Δημόσιες παρεμβάσεις και όχι αξιώματαΌταν πια καταξιωμένος στο χώρο του σε Ελλάδα και Ευρώπη (τακτικός καθηγητής στη Θεσσαλονίκη, επισκέπτης καθηγητής στην Κομοτηνή, επισκέπτης καθηγητής στο Φράιμπουργκ και στη Χαϊλδεβέργη κ.λπ.) του ζητήθηκε να συμμετάσχει ακόμη και σε υπουργικές θέσεις, αρνήθηκε με εύσχημο τρόπο. Αρνήθηκε ακόμη και την υποψηφιότητα του Πρύτανη, αν και ήταν σίγουρη η εκλογή του. Η θέση του κοσμήτορα στη σχολή ήταν η υψηλότερη θεσμική που κατέλαβε, κι αυτή μόνο από την αγάπη του προς αυτή τη σχολή που υπηρέτησε σ’ όλο το φοιτητικό και επιστημονικό του βίο. Θεώρησε, όμως, μεγάλη του τιμή να συμμετάσχει ως ομιλητής σε εκδήλωση μνήμης του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, που οργάνωσε ο ομώνυμος δήμος.
Δεν επεδίωξε ποτέ δημόσιες θέσεις και αξιώματα. Επιδίωξε, όμως, στοχευμένες παρεμβάσεις στη δημόσια ζωή, στον κοινωνικό βίο, τασσόμενος πάντα υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικά και οικονομικά, υπέρ των πληττόμενων από τις αυθαιρεσίες της όποιας εξουσίας. Οπαδός του Καρτέσιου, κατά τη ρήση του, μελετητής της διαλεκτικής, αλλά και της Ασκητικής του Ν. Καζαντζάκη (ήταν ο αγαπημένος του συγγραφέας, συνδέοντάς τον με την πατρώα του γη). Δεν δίστασε να διαλεχθεί η θεωρητική του άποψη για το ποινικό δίκαιο με το ρεύμα του κριτικού μαρξισμού, παραπέμποντας στον Ευγκένι Πασουκάνις («Μαρξισμός και Δίκαιο») στο κύριο corpus του «Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου».
Αρνήθηκε τις σειρήνες του Αθήνησι Πανεπιστημίου, ακόμη κι όταν κατήλθε στην Αθήνα ο Αρ. Μάνεσης ως καθηγητής, και μετέπειτα ως Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων, γιατί προτίμησε τη δική του σχολή, το μεταπτυχιακό της τμήμα, για τη δημιουργία του οποίου τόσο συνέβαλε, τη γενέθλια γη του, την καθιερωμένη του απογευματινή βόλτα στην παραλία της πόλης και το Λευκό Πύργο με την αγαπημένη του ΄Εφη «αγκαζέ».
Η συμβολή τουΔεν είναι υπερβολή να πούμε, πως ο Ιωάννης Ε. Μανωλεδάκης υπήρξε η εμβληματική προσωπικότητα, που σφράγισε την πορεία του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μετά τη μεταπολίτευση. Το επιστημονικό του κύρος, η τεράστια συμβολή του στην εμβάθυνση, αλλά και στη διεύρυνση στην ερμηνεία του ελληνικού ποινικού νόμου, το ήθος του, η πραότητα του χαρακτήρα του, η αγάπη του προς τους μαθητές του, τους οποίους θεωρούσε συναδέλφους του, η μάχη του για το δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου, ο αγώνας του για την αναμόρφωση των νομικών σπουδών στην Ελλάδα, που ακόμη περιμένει τη δικαίωσή του, ήσαν τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.
Τέλος, σε μια εποχή που αμφισβητούνται ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα, κρίνεται σκόπιμο να διαβάσουμε στη μνήμη του μια περικοπή από δημόσια παρέμβασή του:
«Ανθρώπινα δικαιώματα ή ελευθερίες είναι παιδιά της υποταγής στην εξουσία. Αλλά (από την άλλη «όψη του νομίσματος») είναι διεκδίκηση του ανθρώπου απέναντι στην εξουσία και αυτοπεριορισμός της. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς πως αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα ως κατάλοιπο ελευθερίας, κατά παραχώρηση της εξουσίας, θα ήταν ίσα για όλους. Αυτό, ωστόσο, θα προϋπέθετε ισότητα των ανθρώπων στον κοινωνικό χώρο. Σ’ έναν ανταγωνιστικό κοινωνικό χώρο, με την κοινωνική ανισότητα, η ελευθερία δίνει φτερά σ’ αυτούς που μπορούν να την απολαύσουν, ενώ στους άλλους προκαλεί φόβο και αναστολή. (…) Όποια εξουσία επαγγέλλεται την απόλαυση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στους υπηκόους της, χωρίς να τους εξασφαλίσει στοιχειώδη κοινωνική ισότητα, μάλλον τους εμπαίζει. Ο αγώνας, ωστόσο, για ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα δεν σταματά. Αλλά δεν έχει νόημα χωρίς παράλληλο αγώνα για την κοινωνική ισότητα, που είναι ένα πραγματικό μέγεθος, σε αντίθεση με τη νομική ισότητα, που αποτελεί απλό ιδεολόγημα της εξουσίας».
Γιώργος Μ. Βαθιανάκης