Για το βιβλίο “Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ” σε επιμέλεια των Χρήστου Λάσκου και Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, εκδόσεις ΚΨΜ
Τα περίπου 40 κείμενα του τόμου «Το Όχι που έγινε Ναι» δεν συγκεντρώθηκαν, δεν εκδόθηκαν ματαίως. Η αξία τους δεν έγκειται απλώς στη διορατικότητα ή τη δύναμη της πένας των συντακτών τους, αλλά στον ιστορικό χρόνο της συγγραφής τους. Το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε από τη στιγμή που γράφτηκαν μέχρι το τώρα που τα διαβάζουμε, τους προσθέτει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διάσταση. Έτσι δίνεται στον αναγνώστη η ευκαιρία να συγκρίνει τις διαπιστώσεις, τις ανησυχίες, τις προειδοποιήσεις, τις υποδείξεις που περιέχονται σ’ αυτά με τη δική του ερμηνεία (ή τα θραύσματα ερμηνείας) για τα όσα συνέβησαν στον τόπο μας από τον Γενάρη του ’15 μέχρι σήμερα και κυρίως για τα όσα συνέβησαν «ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι». Να συμφωνήσει, ακόμα και να συγκινηθεί ή να εκνευριστεί με κάποιες επισημάνσεις, να διαφωνήσει ή και να μπερδευτεί με κάποιες άλλες, να βρει παραλείψεις ή αποσιωπήσεις όχι εσκεμμένες ασφαλώς. Και τέλος, να αναρωτηθεί, να πει όχι «τι κάναμε!» ή «δες τι έκαναν οι άλλοι!» αλλά «τι κάνουμε τώρα» ή «πώς μπορούμε να συνεχίσουμε»; Με ερωτηματικό και όχι θαυμαστικό στο τέλος της πρότασης.
Στο βιβλίο γίνεται αναφορά σε πολλά ζητήματα που αλληλοσυνδέονται και που για το καθένα από αυτά θα μπορούσε να οργανωθεί ένα συνέδριο ή να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο. Για παράδειγμα, τα θέματα του κράτους και του ιμπεριαλισμού, της σχέσης κόμματος-κυβέρνησης, της ρήξης, της εξόδου από ευρώ ή και από ΕΕ, του ρόλου του τραπεζικού συστήματος και ειδικότερα της ΕΚΤ, του ευρωπαϊσμού, των κινημάτων και πολλά άλλα.
Υπήρχε μια αντικειμενική βάση, μια αντικειμενική συνθήκη που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία, επισημαίνεται στο βιβλίο. Ταυτόχρονα όμως, υπήρχε μια αντικειμενική βάση που εμπόδισε το λαϊκό παράγοντα να αντισταθεί στη σοσιαλδημοκρατική ή τη δεξιά διολίσθηση ή την κεντρώα μετατόπιση ή τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ (χαρακτηρισμοί που συναντάμε στο βιβλίο). Και αυτή ανάγεται στην πορεία των λαϊκών και εργατικών κινημάτων κατά την τριετία 2012-2014, στην καθίζηση που ακολούθησε την έκρηξη του κινήματος των πλατειών.
Μια παρατεταμένη άμπωτηΣε ένα κείμενο, γραμμένο στις 11 Νοεμβρίου ’14, δύο μήνες πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του ’15, διαβάζουμε ότι «οι μαθητικές καταλήψεις έφεραν έναν αέρα ελπίδας» και ότι «η απεργία στις 27 Νοέμβρη [του ίδιου χρόνου] μπορεί να αποτελέσει έναυσμα κομματικής ανασύνταξης».
Οι περισσότεροι μάλλον αμυδρά θυμόμαστε εκείνο τον «αέρα ελπίδας», όμως πολλές φορές εκείνη την τριετία μάς χτύπησε ένα «αέρας απελπισίας», με αποκορύφωμα ίσως την τρομακτική μείωση των μισθών και ημερομισθίων το Φεβρουάριο του ’12: μείωση 22% για τους άνω των 25 χρόνων και 32% για τους νέους μέχρι 25. Ήταν ένα ορόσημο στον εξευτελισμό της εργασίας και οδήγησε και σε πολλούς άλλους εξευτελισμούς. Αυτό το χαστούκι το φάγαμε σχεδόν αδιαμαρτύρητα και μάλιστα στη συνέχεια πολλές φορές γυρίσαμε και το άλλο μάγουλο.
Βέβαια, τα τύμπανα της ταξικής πάλης δεν σίγησαν. Στην τριετία εκείνη υπήρξαν σποραδικά σκιρτήματα, όπως οι κινητοποιήσεις για το μαύρο στην ΕΡΤ, τα κινήματα αλληλεγγύης ή διαμαρτυρίας, π.χ. για τις καθαρίστριες ή μια απολυμένη εδώ, για ένα εργοστάσιο που κλείνει εκεί, όμως κίνημα δεν είχαμε. Ένα άλλο χαστούκι ήταν οι αγώνες των καθηγητών, η επιστράτευση που δεν έγινε δυνατό να ματαιωθεί παρόλο που αρχικά υπήρχε ένα ευνοϊκό κλίμα. Εκείνη η μάχη χάθηκε πριν καν δοθεί. Δηλαδή μετά την παλίρροια του ’11 ακολούθησε μια παρατεταμένη άμπωτη. Επομένως, η λογική της ανάθεσης, για την οποία γίνεται συχνά λόγος στο βιβλίο, είχε καλλιεργηθεί, είχε εμπεδωθεί και πριν την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Και εννοείται πως η ευθύνη γι’ αυτό δεν ανήκει αποκλειστικά στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι ευθύνες είναι και του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ και της εξωκοινοβουλευτικής και μαχόμενης, όπως θέλει η ίδια να πιστεύει, Αριστεράς.
Νηφάλια αλλά όχι ετοιμοπαράδοτη κατανόησηΤο βιβλίο αυτό δεν είναι πλατιάς κατανάλωσης. Όχι ότι τα κείμενα που περιέχει είναι στριφνά και δύσκολα. Δύσκολα είναι τα ερωτήματα που θα θέλαμε να απαντηθούν. Στριφνή και ζόρικη είναι η πραγματικότητα με την οποία προσπαθούμε να αναμετρηθούμε. Τουλάχιστον όμως οι περισσότεροι από τους συντάκτες του δεν σηκώνουν τα χέρια ψηλά, δεν επαίρονται («σου τα ’λεγα εγώ!») αλλά ενδιαφέρονται σοβαρά όχι μόνο για το τι πήγε στραβά, αλλά για το τι θα κάνουμε από εδώ κι εμπρός.
Γενικά αντιπαθώ το στερεότυπο «κατάθεση ψυχής ή κατάθεση αγωνίας». Αυτό το βιβλίο δεν αποτελεί απλώς «κατάθεση μιας αγωνίας» για το μέλλον της Αριστεράς, της μισθωτής εργασίας, των ανέργων και των νέων, δεν εκφράζει μια συναισθηματική κατάσταση αν και εμπεριέχει συναίσθημα, όσο συγκρατημένα και αν αυτό εκφράζεται. Αποτελεί μια ευκαιρία για πολλαπλές καταθέσεις από πολλούς, για κατάθεση σκέψης από πολλούς και για ανάληψη ευθύνης είτε είμαστε στρατηγοί ή λοχαγοί είτε απλοί φαντάροι είτε μάγειρες και μαγείρισσες του λόχου. Συμβάλλει ώστε να ανοίξει ο δρόμος για το συλλογικό «και τώρα τι κάνουμε;».
Το πρόσφατο χθες, ο χρόνος κατά τον οποίο γράφτηκαν τα κείμενα του τόμου, είναι ήδη παλιό ή μάλλον είναι αμετάκλητα μη αναπαράξιμο. Στο βιβλίο υπάρχουν πολλές αναφορές στον «πυκνό πολιτικό χρόνο» από τον Γενάρη του ’15 έως σήμερα. Ωστόσο, η πυκνότητα του πολιτικού χρόνου δεν έχει ανάλογο αντίκρισμα στο πεδίο των συνειδήσεων και των αγωνιστικών διαθέσεων· αντίθετα υπάρχουν τάσεις αναχωρητισμού, απέχθειας προς την πολιτική. Το σίγουρο είναι ότι ο πολιτικός χρόνος που ανοίγεται μπροστά μας δεν θα είναι αργόσυρτος, αλλά πολύ πιο πυκνός, πιο σαρωτικός και απαιτητικός από τους τελευταίους 17 μήνες.
Πιο ανησυχητικό από το κυβερνητικό ναι, που διαδέχτηκε το όχι, είναι το ενδεχόμενο να γίνει το λαϊκό όχι ένα ναι χωρίς ελπίδα και χωρίς τέλος, να μείνει στην ιστορία σαν ένα όχι θερινής νυκτός. Για μη συμβεί κάτι τέτοιο, είναι απαραίτητο, μεταξύ πολλών και σοβαρών άλλων, να καταλάβουμε γιατί το όχι έγινε ναι. Το συγκεκριμένο βιβλίο, εισαγωγή και κείμενα, συμβάλλει σε μια νηφάλια αλλά όχι ετοιμοπαράδοτη κατανόηση.
Μαριάννα Τζιαντζή