Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Μανουέλ Βαλς, την περασμένη Τρίτη, 5 Ιουλίου, και αφού διαπίστωσε ότι δεν έχει την πλειοψηφία στη βουλή, αποφάσισε να περάσει το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, κάνοντας χρήση για μια φορά ακόμα του νόμου 93-3. Οι εργαζόμενοι, οι νέοι, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι «ξάγρυπνοι» αντέδρασαν αμέσως. Βγήκαν στους δρόμους στο Παρίσι και τις άλλες μεγάλες πόλεις να διαδηλώσουν κατά της κυβερνητικής τακτικής και να ζητήσουν την απόσυρση του νομοσχεδίου.
Η κινητοποίηση αυτή ήταν μαζική, παρά τα απαράδεκτα αυστηρά μέτρα αστυνόμευσης και τις επιθέσεις κατά των συνδικάτων, και ιδιαίτερα της CGT, με συλλήψεις και κράτηση μελών της. Τα συνδικάτα και οι νέοι, μετά τις εξελίξεις αυτές, όχι μόνο δεν τα παρατάνε, αλλά αντίθετα έχουν αρχίσει ήδη συσκέψεις και συζητήσεις για τη συνέχιση του αγώνα τους.
Ο πρωθυπουργός βιάστηκε να περάσει το νόμο της υπουργού Εργασίας, Μιριάμ ελ Κομρί, γιατί «το έχει ανάγκη η χώρα για να προχωρήσει», όπως είπε, στη βουλή κατά την έναρξη της συνεδρίασης. Η συζήτηση, όμως, διακόπηκε πριν καν αρχίσει, γιατί δεν είχε νόημα, αφού η απόφαση είχε παρθεί από τον ίδιο τον πρόεδρο της δημοκρατίας, Φρ. Ολάντ. Εξάλλου, πρόσθεσε, «το νομοσχέδιο είχε γίνει αντικείμενο μιας μεγάλης συζήτησης και είχε διαπιστωθεί ότι είναι προωθημένο και προάγει την κοινωνική πρόοδο».
Εργοδοσία: Να κλείσει η παρένθεσηΈτσι, διέκοψε κατά τρόπο αντιδημοκρατικό τη συζήτηση και απέφυγε να απαντήσει στις αιτιάσεις των βουλευτών του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Βουλευτής από τους διαμαρτυρόμενους στη σύντομη αντιπαράθεσή τους υπενθύμισε τη γνωστή ρήση ότι: «Τα γεγονότα επαναλαμβάνεται δύο φορές, τη μια σαν τραγωδία και την άλλη σαν φάρσα». Θέλοντας έτσι να τονίσει ότι ο πρωθυπουργός έχει ξεπεράσει κάθε όριο και ότι αυτά που συμβαίνουν, δεν έχουν καμία σχέση με τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Για τον πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς, όμως, οι διαδικασίες αυτές δεν έχουν τόση σημασία, όσο η εκπλήρωση των υποσχέσεων προς την εργοδοσία (MEDEF), της οποίας ο πρόεδρος της, Πιερ Γκατάζ, είχε ζητήσει «να κλείσει η παρένθεση της κοινωνικής αναταραχής», που διαρκεί πάνω από τέσσερις μήνες. Ο Βαλς προχώρησε στην ενέργεια αυτή, έχοντας ασφαλώς την πεποίθηση ότι η δεξιά αντιπολίτευση, οι Ρεπουμπλικάνοι, το κόμμα του Νικολά Σαρκοζί, επίδοξου υποψήφιου για την προεδρία, δεν είχε καμία πρόθεση να καταθέσει πρόταση μομφής.
Πρόταση μομφής από την αριστεράΠρόταση μομφής, όμως, επιχείρησαν να καταθέσουν οι βουλευτές του Μετώπου της Αριστεράς, οι διαφωνούντες του ΣΚ και Οικολόγοι, καθώς και ορισμένοι ανεξάρτητοι και ριζοσπάστες της Αριστεράς. Τελικά, δεν κατέθεσαν την πρότασή τους, γιατί συγκέντρωσαν μόνο 56 υπογραφές, και όχι 58, όπως προβλέπεται από το σχετικό νόμο. Οι βουλευτές αναφέρουν στο κείμενό τους ότι για «μια φορά ακόμα είμαστε υποχρεωμένοι να παλέψουμε κατά του κυνισμού, των πιέσεων και του νομοσχεδίου για τα εργασιακά». Ενός νομοσχεδίου, που προωθεί μια κυβέρνηση που έχει επιλεγεί με «τις ψήφους της αριστεράς» και με το οποίο προβλέπεται η κατάργηση ουσιαστικά του κώδικα εργασίας.
Πρόκειται για μια πάρα πολύ σοβαρή πολιτική πράξη. «Εμείς δεν μπορούμε να δεχθούμε μια τέτοια αυταρχική πράξη, με την οποία καταργείται το δημοκρατικό δικαίωμα του διαλόγου». Και στην προκειμένη περίπτωση, η ουσιαστική συζήτηση, για ένα σχέδιο που η κυβέρνηση δεν έχει την εντολή των ψηφοφόρων.
Κοινωνική έντασηΟι βουλευτές επισημαίνουν ακόμα: «πολλούς μήνες τώρα, οι συζητήσεις για το σχέδιο νόμου για τα εργασιακά έχει προκαλέσει στη χώρα μας μια βαθιά κοινωνική ένταση». Η πλειοψηφία των Γάλλων έχει ταχθεί κατά του νομοσχεδίου, γιατί βλέπει καθαρά πως «απειλείται το κοινωνικό μας μοντέλο», ανατρέποντας βασικές αρχές και κοινωνικά δικαιώματα: οι συνθήκες εργασίας, οι ώρες εργασίας, οι αμοιβές, η προστασία από τις καταχρηστικές και αυθαίρετες απολύσεις. Τέλος, καθιερώνονται οι πρόσκαιρες σχέσεις εργασίας, γιατί έτσι θα αυξηθούν οι θέσεις εργασίας, σύμφωνα με την πρώην πρόεδρο των βιομηχάνων κ. Λώρενς Παρισό. Η οποία είχε πει το περίφημο: «όλα στη ζωή είναι προσωρινά… ακόμα και η ίδια η ζωή, ο έρωτας, γιατί όχι και η εργασία»…
Η πολιτική της ελαχιστοποίησης της αγοράς εργασίας, που εφαρμόζεται αρκετά χρόνια τώρα στη Γαλλία, δεν έχει επιβεβαιώσει τις προσδοκίες –όπως υποστηρίζεται– για αύξηση των θέσεων εργασίας, αντίθετα, όχι μόνο απέτυχε ολοκληρωτικά να μειώσει την ανεργία, αλλά καθιερώθηκε σαν μόνιμη μορφή εργασίας, σημειώνουν τα συνδικάτα. Και συνεχίζουν: Η μόνη περίοδος που μειώθηκε η ανεργία τα τελευταία χρόνια, ήταν η περίοδος διακυβέρνησης της Πληθυντικής Αριστεράς, με πρωθυπουργό το Λιονέλ Ζοσπέν, όχι με την πολιτική της μείωσης του κόστους της εργασίας, αλλά με τη μείωση του χρόνου εργασίας!
Κρίση της δημοκρατίας«Σήμερα η Γαλλία διέρχεται μια βαθιά κρίση της δημοκρατίας», διαπιστώνουν οι βουλευτές που υπέγραψαν το κείμενο για την πρόταση μομφής. «Το ρήγμα ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους πολίτες δεν έχει σταματήσει να διευρύνεται», αναφέρουν. Η απάντηση, όμως, της κυβέρνησης είναι ο βίαιος τερματισμός του διαλόγου. Προσφεύγοντας για δεύτερη φορά στο άρθρο 49-3. Η κυβέρνηση έτσι στέλνει ένα μήνυμα σ’ όλους στη χώρα, γυναίκες και άνδρες «που βρέθηκαν στους δρόμους, έξω από τις επιχειρήσεις και στις πλατείες, ότι η κυβέρνηση ξέχασε τις κοινές (μας) αξίες». Στέρησε από το κοινοβούλιο το πιο ουσιαστικό δικαίωμα: Να συζητήσουμε και να εκφραστούμε για ένα σχέδιο νόμου, που θα έχει καθοριστικές συνέπειες στην καθημερινότητα των πολιτών, όπως του κώδικα εργασίας». Και καταλήγουν: «Σ’ αυτό το πλαίσιο, η πρόταση μομφής που (επιχειρήσαμε) να υποβάλουμε, είναι μια απάντηση στη βία της εξουσίας και την απαράδεκτη προσφυγή στο μηχανισμό που παραβιάζει το κοινοβούλιο. Τέτοιες ενέργειες δεν έχουν θέση στο σύνταγμα του 21ου αιώνα».
Ο αγώνας συνεχίζεταιΠαρά το γεγονός ότι δεν έγινε τελικά δυνατή η πρόταση μομφής των βουλευτών της αριστεράς, για τυπικούς λόγους όπως αναφέραμε, τόσο οι βουλευτές όσο και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα. Σε κοινή σύσκεψη, που έγινε την Πέμπτη το βράδυ, συγκεντρώθηκαν πάνω από 700 άτομα απ’ όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις οργανώσεις της νεολαίας FIDL, UNL, UNEF, που μετείχαν όλο αυτό το χρονικό διάστημα στις κινητοποιήσεις κατά της πρόσκαιρης εργασίας, για μια άλλη εναλλακτική πολιτική στον τομέα της εργασίας.
Στη σύσκεψη αυτή πήραν μέρος, ακόμα, στελέχη από τα κοινωνικά κινήματα και τις πολιτικές οργανώσεις (βουλευτές κ.λπ.). Διατυπώθηκε η άποψη ότι «δεν κουραστήκαμε, ούτε θα εγκαταλείψουμε τον αγώνα μας. Η κυβέρνηση θα μας βρίσκει πάντα μπροστά της, όσο επιμένει σ’ αυτόν τον παράνομο νόμο». Ο Φιλίπ Μαρτινέζ, γ. γ. της CGT, αναφέρθηκε και στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν αυτό το διάστημα, εκφράζοντας την ικανοποίησή του για τη μεγάλη ανταπόκριση των εργαζομένων στον αγώνα κατά του νόμου. «Από την άλλη πλευρά, όμως, στη Γαλλία, τη χώρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γνωρίσαμε καταστάσεις απαράδεκτες: απαγόρευση συγκεντρώσεων, συλλήψεις, κατασυκοφάντηση των συνδικάτων, προσπάθεια διάσπασης των κινημάτων. Όλα αυτά έπεσαν στο κενό. Μετά από δώδεκα πανεθνικές, πανεργατικές κινητοποιήσεις ζήσαμε μεγάλες στιγμές, πρωτόγνωρες. Αυτός ο αγώνας μας θα συνεχιστεί με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις και τρόπους», κατέληξε. Ενώ ο Ζαν-Κλοντ Μέιλι, γραμματέας της Εργατικής Δύναμης (FO), τόνισε ότι παραμένουν αμετακίνητοι στο στόχο τους να αποσυρθεί ο νόμος αυτός. Γιατί αν εφαρμοστεί θα είναι σαν να σβηστούν όλες οι κατακτήσεις τους.
Η υπόθεση του νόμου για τα εργασιακά δεν έχει κλείσει, παρά τη μεθόδευση της κυβέρνησης. Το χάσμα ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους εργαζόμενους έχει διευρυνθεί, όπως και η παγίωση της ρήξης με τις δυνάμεις της άλλης αριστεράς. Το ζήτημα που απασχολεί όλους τους εμπλεκόμενους είναι αν το κίνημα κατά του νόμου, που άντεξε στο χρόνο και στις δοκιμασίες, θα βρει την πολιτική του διέξοδο και έκφραση στις σημαντικές πολιτικές μάχες που θα έρθουν μέσα στον επόμενο χρόνο.
Μ. Κοβάνης