Το θέατρο μελετά το ιστορικό τραύμα«Ναρκοπέδιο», μια παράσταση της Λόλα Αρίας για το βίωμα του πολέμου των ΦόκλαντΤο Φεστιβάλ βρίσκεται πια σε πλήρη εξέλιξη, είμαστε περίπου στο μέσο των φετινών εκδηλώσεων. Τα πράγματα βαίνουν καλώς, η προσέλευση θεατών είναι αρκούντως ικανοποιητική. Σε ό,τι αφορά το θέατρο έχουμε ήδη ενδιαφέρουσες ελληνικές και ξένες παρουσίες. Να επισημάνουμε, επίσης, ένα φαινόμενο που στη φετινή του έκταση δεν το είχαμε ξαναδεί: παραστάσεις που προέκυψαν από συνεργασίες ελλήνων και ξένων δημιουργών, επαναπροσδιορίζοντας έτσι την έννοια του διεθνούς, όπως εύστοχα είπε σε συνέντευξή της η νέα πρόεδρος του Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, κ. Κατερίνα Κασιούμη, μιλώντας για τα εκεί θεάματα.
Με μια πρωτότυπη, εξαιρετικά πλούσια σημειολογικά ανάγνωση του «Ιούλιου Καίσαρα» του Σαίξπηρ ήρθε φέτος το τρομερό παιδί της ιταλικής πρωτοπορίας, Ρομέο Καστελούτσι (για τον οποίον η υπογράφουσα τρέφει μεγάλο θαυμασμό), ενώ, μας απογοήτευσε μάλλον ο πολυαναμενόμενος «Άμλετ» του Οσκαρας Κουρσουνόβας. Ασαφής ανάγνωση του πιο αινιγματικού ίσως έργου του Σαίξπηρ, που ούτε το υπαρξιακό ερώτημα μπόρεσε να διαφωτίσει επαρκώς ούτε με το σύγχρονο ιστορικό τοπίο να μιλήσει με σθένος (εκπεφρασμένη πρόθεση του γνωστού Λιθουανού σκηνοθέτη). Με σωρεία επαναλαμβανόμενων ευρημάτων, επέμεινε στη θεατρική αυτοαναφορικότητα: του θεάτρου μέσα στο θέατρο, ενώ η επιλογή να παρουσιαστεί ο Άμλετ (Darius Meskauskas) ως σαραντάρης δεν έπειθε –τα ερωτήματα του Άμλετ και οι αντιδράσεις του είναι συνυφασμένα με τη νεότητά του.
Μαχητικά και ολόπλευρα θέατροΗ παράσταση που εμάς τουλάχιστον μας συγκίνησε όλως ιδιαιτέρως –ως μορφή και περιεχόμενο- ήταν το «Ναρκοπέδιο» της νεαρής και πολύ ταλαντούχας Αργεντίνας Λόλα Αρίας. Η Αρίας διακονεί ένα θέατρο που μοιάζει περισσότερο με κοινωνιολογική έρευνα και ντοκιμαντέρ, ενώ παραμένει μαχητικά και ολόπλευρα θέατρο. Οι δουλειές της ερευνούν θέματα που καίνε, όπως για παράδειγμα, στην παράσταση που είχε παιχτεί και στην Ελλάδα, το 2014 «Η ζωή μου μετά»: έξι πρόσωπα γεννημένα κατά τη διάρκεια της πρόσφατης δικτατορίας στην Αργεντινή ανασυνθέτουν τη ζωή των γονιών τους που είχαν εμπλακεί με το καθεστώς είτε ως υποστηρικτές είτε ως αντιστασιακοί. Αναζήτηση προσωπικής ταυτότητας στη σύγχρονη Αργεντινή αλλά και τοποθέτηση απέναντι στα προβλήματα της χώρας.
Στο «Ναρκοπέδιο» το θέμα της είναι ο πόλεμος για τις νήσους Φόκλαντ (για τους Βρετανούς), Μαβίνας για τους Αργεντίνους –και η γλωσσική αυτή διαφορά με όλες τις σημειολογικές και ιστορικές διαστάσεις προβάλλεται σωστά στην παράσταση. Κατά την αγαπημένη της πρακτική, η Αρίας συστήνει δύο ομάδες βετεράνων, μια από κάθε πλευρά, και θέτει το ερώτημα τι σημαίνει να είσαι βετεράνος, να έχεις βιώσει και επιβιώσει από ένα πόλεμο. Τρεις άντρες από κάθε πλευρά ανοίγουν μπροστά μας τα περιεχόμενα της μνήμης τους και χωρίς μελοδραματισμούς ή ωραιοποιήσεις, με τις πληγές ακόμα αιμάσσουσες, με τα ερωτήματα αναπάντητα, με τα πάθη υπάρχοντα αλλά αναγκαστικά καταλαγιασμένα, μιλούν για τη σύγκρουση Μ. Βρετανίας - Αργεντινής σε ένα πόλεμο που κάνει όσο λίγοι επίκαιρο το στίχο του Σεφέρη «για ένα πουκάμισο αδειανό».
Σκηνή σαν χρονομηχανήΗ Αρίας χώνει όμως βαθιά το μαχαίρι. Δεν μένει στην εγγραφή της ιστορίας πάνω στο σώμα και τη μνήμη των στρατιωτών. Αναζητά τα αίτια και καταδεικνύει απλά και ουσιαστικά την αληθινή αιτία αυτού του πολέμου: το ντεμπούτο και την καθιέρωση του θατσερισμού στην Αγγλία –πόσο επίκαιρο με τη νέα πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας να δηλώνει θαυμάστρια της Θάτσερ.
Η Αρίας χρησιμοποιεί τη σκηνή ως χρονομηχανή και εξερευνά συγκλονιστικά τη σχέση μεταξύ εμπειρίας και αφήγησης. Οι έξι άντρες αναπλάθουν τις εμπειρίες τους αλλά μοιάζουν να αγωνιούν μπροστά στο ανείπωτο, στο άρρητο. Ο θεατής νιώθει την προσπάθειά τους να εφεύρουν μια νέα γλώσσα για να αφηγηθούν το τραύμα και σιγά-σιγά παύει να είναι θεατής. Αναμετριέται με τις δικές τ��υ πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, βιώνει μια εμπειρία. Έτσι κι αλλιώς αυτό θέλει η Αρίας: ένα θέατρο που να μην είναι θέαμα αλλά εμπειρία –από νέους δρόμους, δηλαδή, συναντά την ανατρεπτική παράδοση του ’70.
ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΙΑΦρέσκια, χιουμοριστική ματιά πάνω στην Ευρωπαϊκή ΈνωσηΜια χορευτική παράσταση με θέμα την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κάτι ιδιαιτέρως πειραστικό και δεν θα μπορούσε να μην τραβήξει την προσοχή μας. Ο «Θεατής», που έτσι κι αλλιώς δεν είναι ιδιαιτέρως εξοικειωμένος με την τέχνη του χορού, δυσκολεύτηκε να καταλάβει, διαβάζοντας το πρόγραμμα του φεστιβάλ, τι σκόπευε να κάνει η Σοφία Μαυραγάνη και οι συνεργάτες της, γι’ αυτό μάλιστα και επιδίωξε μια συζήτηση μαζί της («Εποχή», 3.7.2016). Παρ’ όλ’ αυτά, εξακολουθούσαν οι προβληματισμοί… μέχρι που είδαμε την παράσταση.
Η Μαυραγάνη παίρνει ως βάση της δουλειάς της το σάλο, ένα βουβό, υπόκωφο κύμα, που αργεί να δείξει τα αποτελέσματά του. Την ενδιαφέρει η δημιουργία του φυσικού φαινομένου, η επαναληπτικότητα, το αργό και βαρύ στοιχείο αυτού του κύματος, η επικινδυνότητά του. Συμβολοποιεί ο σάλος την έννοια του χρόνου και μαζί της αιτιότητας –έννοιες αλληλένδετες, που δύσκολα μπορεί να διακριθούν πολλές φορές. Ο σάλος έτσι μπορεί να γίνει μια μεταφορά για την ιστορία, όπου το αποτέλεσμα, ό,τι ζούμε στο εκάστοτε παρόν, έχει ξεκινήσει από μακριά και για να καταλάβουμε ένα φαινόμενο πρέπει να ψάξουμε σε μακρινά βάθη, σε δύσκολους κρημνούς την αρχή του έτσι ώστε ανασυστήνοντας την πορεία του, να δούμε τι έφταιξε. Η εποχή μας θέτει πληθώρα τέτοιων ερωτημάτων –κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, κρίση οικονομική και πολιτική, προσφυγικό κτλ– και η Σοφία Μαυραγάνη, μαζί με την Μπέτυ Δραμιτσιώτη, επιλέγουν να μιλήσουν για την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μολονότι δύσκολο και βαρύ θέμα, η Μαυραγάνη καταφέρνει να το διαχειριστεί πολύ έξυπνα, με μια πειραματική φόρμα που κινείται ανάμεσα στο χορό και την περφόρμανς, πασπαλίζοντας με πολύ χιούμορ την όλη διαπραγμάτευση. Διαρκείς επαναλήψεις, που κάθε μια όμως κουβαλά το δικό της νοηματικό φορτίο και δείχνει τις σταδιακές αλλαγές στην ιστορία της ΕΕ, τις συμμαχίες, τις αλλαγές των κέντρων βάρους στις επιλογές, τη σταδιακή επικράτηση του νεοφιλελελευθερισμού εις βάρος κάθε δημοκρατικής απαίτησης, την αποσιώπηση της διαμαρτυρίας. Η επιλογή του κιτς στα κοστούμια, στο σκηνικό και στο γενικότερο στήσιμο της παράστασης, ανέβαζε θετικά τους τόνους. Οι τρεις χορευτές περφόρμερ –Νώντας Δαμόπουλος, Χαρά Κότσαλη, Σάνια Στριμπάκου– είχαν απόλυτο έλεγχο στην κίνησή τους, πατούσαν γερά πάνω στην μουσική του Αντώνη Παλάσκα και παρέσυραν γοητευτικά το κοινό στο σάλο και τα αποτελέσματά του.
Μαρώ Τριανταφύλλου
maro33@otenet.gr