Η καταδίκη του γυναικείου σώματος είναι μία πολύ ισχυρή παύλα δίπλα στην τελεία οποιασδήποτε συζήτησης μπορεί να ξεκινήσει για αυτή την πρόσφατη εισαγωγή στις γλωσσίκες μας γνώσεις: το μπουρκίνι. Γιατί, για ακόμη μία φορά, για ακόμη μία αιωνιότητα ή μία χιλιετία, το γυναικείο κορμί είναι πεδίο βολής για το μακρύ και το κοντό του κάθε στηλοβάτη τούτης της κοινωνίας.
Τι είναι το μπουρκίνι;Είναι μαγιό, γυναικείο, σαν στολή δύτη που επιτρέπει (sic και λίγο προβοκατορικα) στις μουσουλμάνες να πηγαίνουν στην παραλία. Γιατί «επιτρέπει»; Γιατί πιο πριν οι μουσουλμάνες δεν πήγαιναν στην παραλία. Όχι ότι οι όροι είναι σωστοί, αλλά με κάποιον τρόπο τέθηκαν. Κι όταν τίθενται, γίνεται το πρώτο βήμα ώστε να κατανοούνται.
Ο δυτικός κόσμος, φυσικά, δεν έκρυψε την αηδία του. Κατά την γνώμη μου, καλώς, θα έπρεπε να ανοίξει η συζήτηση ούτως ή άλλως. Το προσφυγικό ρεύμα θέτει επί τάπητος τη συζήτηση για τη μαντήλα έτσι κι αλλιώς, με δεδομένο ότι ήδη στις περισσότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης έχουν τοποθετηθεί δημόσια κρατικοί αξιωματούχοι για την απαγόρευσή της.
Τρομερή κανονικότηταΜάλιστα, η Γαλλία προχώρησε και σε απαγόρευση του μπουρκίνι (και τελικά την πήρε πίσω). Αστυνομικοί, με εξευτελιστικό τρόπο, ανάγκασαν κυρία να βγάλει το μπουρκίνι, οι εικόνες έκαναν τον γύρο του κόσμου και, φυσικά, όπως γίνεται πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, διαμορφώθηκαν τα στρατόπεδα. Και στη μέση εμείς, οι γυναίκες. Όλες οι γυναίκες, όχι μόνο οι μουσουλμάνες. Όλες οι γυναίκες που έχουμε σώμα και καλούμαστε να το διαχειριστούμε ανάλογα με την περίσταση. Τι εννοώ; Πόσες φορές σας έχει τύχει να σας ζητηθεί ως κυρία ή να ζητήσετε από μία κυρία να καλύψει το σώμα της; Πόσες ιστορίες γνωρίζετε για το πώς πρέπει να ντύνεται μία γυναίκα ώστε να φαίνεται σοβαρή επαγγελματίας ή καλή μητέρα ή επίδοξη επόμενη σύντροφος, για να μην την κακολογήσουν στο πρώτο ραντεβού;
Συγκρίνονται όλα αυτά με την κατακραυγή ή/και τον λιθοβολισμό; Ε, όχι δα! Αλλά είναι μία κανονικότητα, μία κανονικότητα πέρα για πέρα τρομερή. Ας έρθουμε λίγο στα εν οίκω: Στην Ελλάδα, στην Δύση, αν θέλετε, οι γυναίκες μπορεί, θεωρητικά, να φοράνε ό,τι θέλουν, σωστά; Λάθος. Οι γυναίκες είναι, ακόμα, ό,τι φοράνε. Ας κάνουμε ένα πείραμα, ας περπατήσουμε με ανοιχτά τα αυτιά μας μία κανονική ημέρα στο κέντρο της Αθήνας ή και αλλού και ας παρατηρήσουμε τα σχόλια των περαστικών. Νομίζω όλοι καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται. Κι είναι πεδίο δόξης λαμπρό η συζήτηση για το μπουρκίνι από όσες και όσους ρίχνουν πρώτοι τον λίθο.
Η συζήτηση για το μπουρκίνι με τους όρους που διεξάγεται, δεν είναι προνομιακό πεδίο πάλης προς το παρόν. Στην πραγματικότητα το θέμα δεν είναι αν πρέπει να το φοράνε οι γυναίκες, επειδή έχουν δικαίωμα, ή να μην το φοράνε, επειδή είναι σύμβολο καταπίεσης κι επομένως είναι λάθος. Συμβαίνουν και τα δύο και να είναι σύμβολο καταπίεσης και να παραμένει δικαίωμά τους. Ιδανικά, θα έπρεπε καμία πια να μην το προτιμά. Κι αυτή είναι η λέξη κλειδί. καμία πια να μην το προτιμά.
Έγνοια μας η ενσωμάτωσηΣε πολιτικό επίπεδο, η Δύση αυτήν την στιγμή δεν κάνει και καμία τρομερή προσπάθεια ενσωμάτωσης των προσφύγων, μάλιστα, θα έλεγε κανείς, τονώνει ρατσιστικά αντανακλαστικά στους λαούς που τα υποδέχονται. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο τρόπος με τον οποίο τέθηκε το θέμα της απαγόρευσης της μαντήλας κλπ, τέθηκε με όρους περιθωριοποιητικούς. Είναι υπεραπλουστευτικό και γι’ αυτόν το λόγο ηλίθιο να λέμε ότι, εντάξει, άμα δεν καταλαβαίνουν ότι καταπιέζονται πρόβλημά τους. Ή ότι εδώ είναι δύση κι έχουμε κατακτήσει δικαιώματα και πρέπει να προσαρμοστούν. Ή ότι, ας πούμε, μας χαλάνε την αισθητική μας ημών των προοδευτικών. Το βασικό ζήτημα, η βασική έγνοια μας, θα έπρεπε να είναι η ενσωμάτωση. Κανένας δεν ζήτησε από αυτές τις κυρίες και τους κύριους να αφήσουν τις ζωές τους για να έρθουν στην πολιτισμένη Δύση κι ούτε βρήκαν ακριβώς επί γης παράδεισο κι ούτε, ακόμα, τους έκανε κανείς την χάρη να τους φιλοξενήσει σαν ίσος προς ίσους, σαν ανθρώπους που είναι σε δυσχερή θέση, σαν ανθρώπους που δεν είναι πρόβλημα και, βασικά, σαν ανθρώπους. Μιλάμε για μία τρομερή ανθρώπινη και πολιτισμική εισροή από χώρες με άλλες κουλτούρες, αυτό, όπως είναι φυσικό, αλλάζει τον πολιτισμικό χάρτη της Ευρώπης. Κι η μέχρι τώρα μεταχείριση των προσφύγων δε δείχνει διάθεση πανηγυρική από πλευράς της δύσης να αλλάξει τον χαρακτήρα της. Δείχνει, πολύ περισσότερο, ότι επιχειρεί να φτιάξει έναν απολιτισμό αποκεντρωμένο, αλλότριο και διαρκώς κυνηγημένο. Ένα περιθώριο ή, ακόμα, ένα περιθώριο στο κοινωνικό περιθώριο.
Ο τρόπος που τίθεται το ζήτημα της μαντήλας δεν είναι διόλου προοδευτικός, αλλά είναι βαθιά πολιτικός. Είναι στίγμα. Φτιάχνει χαρακτήρες, κοινωνικές ομάδες και στο τέλος κοινωνίες χωρισμένες, που στο τέλος-τέλος η αφήγηση θα κάνει λόγο για ‘άρνηση ενσωμάτωσης από τους ίδιους, η πολιτεία έκανε ό,τι μπορούσε». Ό,τι συμβαίνει, δηλαδή, μα όχι κατ’ αναλογία, με τους Ρομά. Κι εδώ βρίσκουμε ένα δομικό χαρακτηριστικό της δύσης. Για να είσαι, πρέπει να μοιάζεις. Για να είσαι κομμάτι μου, πρέπει να είσαι εγώ. Μιλάω για μία συγκροτητική βάση όχι με απαραιτήτως εχθρό την διαφορετικότητα εν γένει, αλλά τη διαφορετικότητα ανα περιπτώσεις. Τη διαφορετικότητα των πολιτισμών, ας πούμε. Το ότι αυτήν την στιγμή η δύση δεν ενδιαφέρεται να ενσωματώσει τους πρόσφυγες με όρους αρμονικούς, με βάση στην παιδεία, με εύρεση απασχόλησης αλλά, κυρίως, με το βλέμμα στην δεύτερη γενιά, δείχνει την απόλυτη άρνησή της να τους δεχτεί ούτως ή άλλως.
Κοινωνικά χάσματαΟι απαγορεύσεις που προσβάλουν -γιατί η απαγόρευση της μαντήλας είναι μια προσβλητική απαγόρευση- δημιουργεί κοινωνικά χάσματα. Και πάνω στο γυναικείο σώμα, παίζονται αξίες ριζωμένες στα σωθικά μας. Η δύση δεν είναι προοδευτική, είναι γερασμένη και συντηρητική, είναι, όπως σίγουρα νιώθουμε, σαν ένας παππούς που προσπαθεί να διαφυλάξει τα κεκτημένα του απέναντι στην λαίλαπα του καινούριου. Το κάνει πολιτικά, το κάνει αισθητικά σε έναν βαθμό, το κάνει κοινωνικά. θα χάσει, πάντα χάνει το παλιό, στο κάτω-κάτω κάποτε πεθαίνει. Μα με τι κόστος;
Μιλάμε για έναν δυτικό πολιτισμό που αρνείται να κοιτάξει τον εαυτό του στο καθρέφτη και να αντιμετωπίσει την σαθρότητά του. Προφανώς ζει καλά μέσα σε αυτήν. Ίσως και να έχει συνηθίσει την καταπίεση, αυτήν την υποταγή στην πατριαρχεία, στον καθωσπρεπισμό, αυτήν την ανελευθερία. Αλλά, επειδή στο τέλος της ημέρας, αυτό που μας μένει είναι το σώμα μας και η συνείδησή μας, τουλάχιστον να μην διακυβεύεται η ελευθερία τους. Είτε φοράμε είτε δεν φοράμε μαντήλα.
Όλγα Στέφου