11426552_404565453068497_1600447935_o

Με το θάνατο του Θάνου Ανεστόπουλου πέθανε κι ένα κομμάτι από την εφηβεία μας. Ένα κομμάτι ταυτισμένο με την ποίηση, τη διάφανη λύπη και την υπόκωφη οργή που εξέπεμψε η εμβληματική μπάντα του. Τα Διάφανα Κρίνα δεν εξέφρασαν μια ολόκληρη γενιά, αλλά την υπαρξιακή ευαισθησία και το κοινωνικό ήθος μιας μετέωρης μερίδας παιδιών χωρίς ασφαλές πολιτικό ή συναισθηματικό καταφύγιο. Στο στρόβιλο της εικοσαετίας που πέρασε και δεν προλάβαμε να την αναστοχαστούμε, τα Διάφανα Κρίνα αποτέλεσαν μέρος της ενηλικίωσης και της αισθηματικής αγωγής για πολλούς από εμάς που αισθανόμασταν ότι «μας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε».

Το να μεγαλώνεις στη σύγχυση των επιθετικών ’90s, σε μια εποχή ευημερίας και επέλασης του λαιφστάιλ, με δήθεν ανοιχτές δουλειές τριγύρω αλλά και με ένα αίσθημα συλλογικού φόβου που το μύριζες, αν ήθελες, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σε έφερνε αναπόφευκτα αντιμέτωπο με το δίπολο της προσαρμογής ή της αταξίας. Το αισθητικό δίλημμα που καθόρισε στάσεις ζωής και ήθη, τουλάχιστον μέχρι την κρίση του 2008-2010, πήρε διχοτομική μορφή, ενδεχομένως παραπλανητική, και δημιούργησε παρατάξεις συναισθηματικής πια και όχι μόνο πολιτικής φύσεως. Από τη μια, «η ζωή είναι μεγάλη μην την κάνεις καρναβάλι» (Τρύπες) και από την άλλη ή «η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή» (Κλικ). Τα Διάφανα Κρίνα υπήρξαν καρπός ενός ρομαντικού αισθήματος που θεωρούσε ακατανόητη την εξέλιξη των συλλογικών ηθών και των ατομικών ζωών. Αυτό το συναίσθημα της οργανικής απαισιοδοξίας που δεν συνοδευόταν από στρατευμένη αγωνιστικότητα, θυμίζοντας σε πολλά την παλαιότερη συζήτηση για την αισθητική της παρακμής στην ποίηση και την τέχνη, είναι που ενέπνευσε την αγάπη στους θαυμαστές του συγκροτήματος. Έτσι, ο νεορομαντισμός και η ποίηση του Ανεστόπουλου και των Διάφανων Κρίνων λειτούργησαν ως σανίδα σωτηρίας για απελπισμένους και αποσυνάγωγους πιτσιρικάδες που σ’ αυτή τη μουσική αναγνώρισαν τη δομική πολιτική λύπη της εικοσαετίας.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια αλλάξαμε πολύ. Και εμείς και οι καιροί και η ιστορία. Αλλάξανε και τα γούστα μας, οι αισθητικές προτιμήσεις, οι τρόποι ζωής μας. Η απεμπλοκή από τη χαρμολύπη των sweet sixteen έφερνε αμφιθυμίες, αμφιταλαντεύσεις και αμφισβητήσεις του εφηβικού παρελθόντος. Και μια εντεινόμενη αίσθηση ότι μουσικές όπως αυτή των Διάφανων Κρίνων δεν μπορούσαν να συντροφεύουν πια όλες τις φάσεις και τους αναβαθμούς της ζωής μας που προσαρμοζόταν βίαια και ρεαλιστικά στην πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά η ποίηση που ενυπήρχε στους στίχους, στις μουσικές και στη φωνή του Ανεστόπουλου μας έκανε να γυρίζουμε ξανά στα Διάφανα Κρίνα κάθε φορά που σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο στένευαν οι ορίζοντες και κλείναν οι δρόμοι. Στο άγγελμα της είδησης του θανάτου του Ανεστόπουλου ξύπνησαν σαν από εφιάλτη όλα τα σκοτάδια και οι λύπες των εφηβικών και φοιτητικών δωματίων, ήρθαν στην επιφάνεια απωθημένες αναμνήσεις και άγουρα συναισθήματα που ακόμα κι όταν τα σκέφτεσαι σήμερα φαντάζουν αρχαϊκά.

Λυρική ανθολογία  με αισθητική αρτιότητα

Ένας κριτικός λόγος θα επισήμαινε ίσως την παρουσία της ρομαντικής υπερβολής ως βασικού εκφραστικού τρόπου του Ανεστόπουλου. Υπερβολή παντού: στο στίχο που θέλει να εκραγεί, στη μουσική που εκβιάζει το συναίσθημα, στη «μαύρη» και ποζάτη σκηνική παρουσία, στους βραχνούς ψιθύρους και τις κραυγές της φωνής του Ανεστόπουλου που με πάθος και ένταση χάιδευε όλες τις σκιές της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι όμως αυτή η αισθητική της υπερβολής, στενά δεμένη με το ρομαντικό ιδεώδες, έγινε στην περίπτωση των Διάφανων Κρίνων καθόλου ενοχλητική, αλλά νόμιμο, γοητευτικό και απολύτως αναγνωρίσιμο καλλιτεχνικό στιλ. Αν μάλιστα διαχωρίσει κανείς τον Ανεστόπουλο από τον «ανεστοπουλισμό», δηλαδή τη γνήσια καλλιτεχνική φλέβα του δημιουργού από τις χρήσεις και τις μιμήσεις του καταραμένου στιλ από θαυμαστές και φίλους, αυτή την «εκνευριστική τυποποίηση της σκοτεινιάς» όπως έγραψε ο Σεβαστάκης, τότε θα ήταν άδικο να του προσάψει κανείς την κατηγορία του εστετισμού ή της πεισιθάνατης μιζέριας.
Ο Θάνος Ανεστόπουλος, μεθυσμένος άγγελος και εξόχως ρομαντικός σε μια κατεξοχήν αντιρομαντική εποχή, άρδευσε την έμπνευσή του από το βαθύτερο πηγάδι της νεοελληνικής ποίησης: το λυρικό. Η σχέση του με την ποίηση, άμεση και ενστικτώδης, μοιάζει με ανασκαφή στα ξεχασμένα λυρικά του περασμένου καιρού. Οι επιλογές του, από τον Πολέμη, τον Σκαρίμπα, τον Καββαδία, τον Ουράνη και την Πολυδούρη μέχρι τον Μπαμπασάκη και τον Καψάλη συγκροτούν μια λυρική ανθολογία που ξαφνιάζει με την αισθητική της αρτιότητα, την ώρα που μένει μακριά από τον αλεξανδρινισμό, το σχολαστικισμό και τον ακαδημαϊσμό της φιλολογίας. Πουθενά δεν υπάρχει η γενιά του ’30, οι μεταπολεμικοί στρατευμένοι, οι μείζονες κλασικοί. Μόνο οι χαμηλές κι εσωστρεφείς φωνές του μεσοπολέμου και του σήμερα, σε ένα διάβημα που αναπόφευκτα φέρνει στο νου τη γνωστή ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Ακολουθώντας τη λυρική γραμμή που αρχίζει με τον Σολωμό και κορυφώνεται στον Καρυωτάκη, ο Ανεστόπουλος στο δικό του αισθητικό δρόμο πάντρεψε το χαμηλόφωνο ελληνικό μεσοπόλεμο με τις κραυγές αγωνίας της beat generation, του Μπουκόφσκι και της αμερικανικής πρωτοπορίας, δίνοντας άλλο χρώμα στη σχέση του ελληνικού ροκ με τη λογοτεχνία. Μιας σχέσης που διαμορφώθηκε καθοριστικά από τον Σαββόπουλο και τους επιγόνους του (Παπάζογλου, Θανάση Παπακωνσταντίνου) ως σχέση αποκλειστικά σχεδόν με την παράδοση και το δημοτικό τραγούδι. Στο σύνθετο κεφάλαιο της σχέσης της μουσικής με τη νεοελληνική ποίηση, όταν κάποτε γραφτεί, ο Ανεστόπουλος θα καταλάβει ξεχωριστή θέση. Σε μια χώρα που ο ρομαντισμός ταυτίστηκε με τον εθνορομαντισμό, ο Ανεστόπουλος άνοιξε καινούργιο μουσικό μονοπάτι. Κατάφερε να είναι συνάμα ρομαντικός, υπαρξιακός και πολιτικός με τον ειρωνικό τρόπο του Καρυωτάκη. Η εγγεγραμμένη στις δυτικές συνοικίες λαϊκότητά του προσέδωσε ακόμη και ταξικές σημάνσεις στο οργισμένο μουσικό του ύφος, μετατρέποντας ενίοτε τις συναυλίες του σε αντιφασιστικές διαδηλώσεις.
Στους αντίποδες του επικολυρικού Μίκη και του ερωτικού Μάνου και ταυτόχρονα μακριά από την επιτήδευση και την αυτοαναφορικότητα του έντεχνου, ο Ανεστόπουλος με τη σωματοποιημένη ροκ ερμηνεία του, τους βραχνούς ψιθύρους και τη τραχιά βαθύτητα της φωνής του έκανε τους στίχους των ποιητών να ακούγονται δραστικότερα και καθαρότερα. Θα μας λείψει η φωνή του…

Κώστας Καραβίδας
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet