80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑΕίθισται να δολοφονούν τους ποιητάςΟ θάνατος στο έργο του Λόρκα και ο ποιητικός αντίκτυπος από τη δολοφονία του Αν φύγω απ’ τη ζωή, / Το παραθύρι αφήστε το ανοιχτό. / Τρώει τα πορτοκάλια το παιδί / Κι απ’ το παραθύρι το κοιτώ. / Τα στάχια ο θεριστής θερίζει, / Κι’ από το παραθύρι τα κοιτώ. «Αποχαιρετισμός»
Ο Λόρκα ανήκει στη γενιά του 1927 με τον Ραφαέλ Αλμπέρτι, τον Χόρχε Γκιγιόν, τον Λουις Θερνούδα και άλλους, που γιόρτασε τα 300 χρόνια από το θάνατο του ποιητή Δον Λουις ντε Γκόνγκορα, πίνοντας, ξενυχτώντας και απαγγέλλοντας στίχους. Η γενιά αυτή βρίσκεται ανάμεσα στα νέα ρεύματα και στην Hispanidad, την ισπανική δηλαδή ποιητική παράδοση. Πιο ειδικά, ο Λόρκα γίνεται φορέας του « αθιγγανισμού» κι έτσι η παράδοση του canto Jondo και του romancero φιλτράρεται μέσα απ’ το ντανταϊσμό, το φουτουρισμό και κυρίως μέσα από τις υπερρεαλιστικές μεταφορές και διαμορφώνεται ένα εντελώς προσωπικό ύφος κι ένα διττό αίτημα για πρωτοπορία και λαϊκότητα. Πολύ εύστοχα έχει ειπωθεί από τον πεζογράφο Ραμόν Σέντερ ότι στην περίπτωση του Λόρκα δεν έχουμε να κάνουμε με φολκλορισμό αλλά με φολκ λορκισμό. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα εμφανίζεται η ερωτική σχέση με το θάνατο, το duende, αυτός ο δύσκολα προσδιορίσιμος από εμάς όρος, το διονυσιακό πνεύμα του θανάτου. «Το duende είναι η κρυφή ψυχή των πραγμάτων. Ζει μονάχα σε αστραφτερές στιγμές στην ανθρώπινη ζωή και είναι ο μοναδικός λόγος ομορφιάς της. Το duende είναι η διονυσιακή απειλή του θανάτου που βακχεύει την ανθρώπινη ύλη και την απαθανατίζει σε μερικές μονάχα, αλλά συγκλονιστικές στιγμές» (Τάσος Λιγνάδης «Ο Λόρκα και οι ρίζες», 1992). Ο Λόρκα μιλώντας για το duende στη διάλεξη «Ντουέντε, ρόλος και θεωρία» το αναγνωρίζει σε όλες τις μορφές τέχνης με κορυφαία έκφραση την ταυρομαχία. «Ο ταυρομάχος που τον δαγκώνει το ντουέντε, δίνει ένα τέλειο μάθημα Πυθαγόρειας μουσικής, τόσο τέλειο που ξεχνάμε πως ρίχνει συνέχεια την καρδιά του στα θυμωμένα κέρατα του ταύρου.»
Κορυφαίο δείγμα για την παραπάνω θεώρηση αποτελεί «Ο Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας», ταυρομάχο, φίλο του ποιητή, που σκοτώθηκε στην αρένα. Σε τέσσερα μέρη και με όλα τα λαϊκά μοτίβα, το ποίημα ξεδιπλώνει τη συμπύκνωση του χρόνου στο γεγονός του θανάτου. Ακόμα και στην «Ωδή στον Walt Whitman», που είναι γραμμένη σε υπερρεαλιστικό ύφος, υπάρχει η καταλυτική δύναμη του θανάτου.
Ο θάνατος ποτέ δεν θα είναι οικείος Εξαιρετικά ο Τάκης Βαρβιτσιώτης στο δοκίμιό του «Λόρκα, ένας περιπαθής του ονείρου» αναλύει την ποιητική άρση του αμετάκλητου αδιεξόδου του θανάτου. Στον Ανδαλουσιανό ποιητή ο θάνατος ποτέ δεν θα είναι οικείος όπως στον Ρίλκε, δεν θα καταυγάζει φως όπως στον Μότσαρτ, δεν θα αποβάλλει ποτέ την αποτρόπαιη όψη του και τη μηδενιστική σημασία του. Δύο επιλογές: Να συμφιλιωθεί με το θάνατο μέσα σε μια χριστιανική εγκατάλειψη στην αιωνιότητα ή να εξεγερθεί, να αγκαλιάσει με πάθος τη γήινη πραγματικότητα, τον αισθητό κόσμο, το παρόν, συμπυκνώνοντας την ολότητα του χρόνου σε μια στιγμή. Ακολουθεί το δεύτερο δρόμο: «Τη γη Θεέ μου, τη γη αναζητώ».
Ο θάνατος ως μοιραίο γεγονός και ως λύτρωση ακολουθεί τους Λορκιανούς χαρακτήρες και τον ίδιο τον δημιουργό όπως στο
Ματωμένο Γάμο που αισθητοποιείται με δύο χαρακτήρες τη Ζητιάνα (La muerte) και το Φεγγάρι (La Luna). Ο ίδιος ο Λόρκα διαισθάνεται το θάνατο. Σε μια συνέντευξή του, εξομολογείται: « Α, ο θάνατος είναι παντού κυρίαρχος. Δεν μένω στο κρεβάτι με τα παπούτσια μου. Μόλις κοιτάζω τα πόδια μου η αίσθηση του θανάτου με πνίγει. Έτσι στηριγμένα στις φτέρνες, μου θυμίζουν τα πόδια των νεκρών που είδα σαν παιδί.»
Ο Σαλβαδόρ Νταλί μας παραδίδει πως ο ποιητής αστειεύονταν με το θάνατό του, τον σκηνοθετούσε και τότε τα χαρακτηριστικά του φωτίζονταν με μια υπερβολική χάρη. (...)
Η δολοφονία του συγκλόνισε Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Το φασιστικό απόσπασμα των Φρανκιστών τον σκότωσε στις 19 Αυγουστου 1936 κοντά στο Βιθνάρ, στη Φουέντε Γκράντε, που οι Άραβες στον καιρό τους την ονόμαζαν Αϊναδαμάρ, δηλαδή Πηγή των Δακρύων (Νίκος Γκάτσος, «Η πηγή των δακρύων»). Τι απομένει; Η ποίηση, το τραγούδι. Παραλλάσσοντας ελαφρά το ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου «Υπερρεαλισμός της ατέρμονος ζωής», η Ιωάννα Ναούμ γράφει: «Το νεκρικό κιβούρι του ποιητού/ θα γενεί πάλι η σαρμανίτσα του / του τάφου του το κυπαρίσσι / πάλι η κουδουνίστρα / που θα κραδαίνει / στα φωτεινά τα χέρια του» (Ιωάννα Ναούμ, «Ο ποιητής κι ο θάνατος»).
Η δολοφονία του Λόρκα συγκλόνισε. Η είδηση κυκλοφόρησε μετά από τρεις εβδομάδες. Ήταν ήδη γνωστός στον ισπανόφωνο και ευρωπαϊκό κόσμο. Πολλά ποιήματα αφιερώθηκαν στο όνομά του.
Συνοπτικά και ενδεικτικά απ’ τους κοντινούς του και Ισπανόφωνους πρέπει να σταθούμε στα τρία σονέτα του Ραφαέλ Αλμπέρτι «Φθινόπωρο», «Χειμώνας», «Άνοιξη» αφιερωμένα στον ποιητή από τη Γρανάδα, στο τρίπτυχο ποίημα του Αντόνιο Ματσάδο «Το φονικό έγινε στη Γρανάδα» (Μιλούσε ο Φεδερίκο / και χαριεντιζονταν με το θάνατο, σου τραγουδώ τη σάρκα που δεν έχεις / τα μάτια που σου λείπουν / τα μαλλιά που σου τα παιζε ο άνεμος / τα κόκκινα χείλη που σου φίλησαν) και την Ωδή του Νερούντα στο Λόρκα, σε μετάφραση Κλείτου Κύρου τα δύο τελευταία.
Ο αντίκτυπος στους έλληνες καλλιτέχνες Στην Ελλάδα ο
Νίκος Καζαντζάκης στην
Καθημερινή κραυγάζει «Σκότωσαν το Λόρκα», ενώ ο
Στρατής Τσίρκας και ο Langston Hughes γράφουν τον «Όρκο στο δολοφονημένο ποιητή Λόρκα» που εκφωνείται από τον Λουί Αραγκόν στο Παγκόσμιο Συνέδριο για την Υπεράσπιση της Ποίησης από τον πόλεμο και το φασισμό.
Στο θρυλικό πια «Federico Garcia Lorca» του
Νίκου Καββαδία από το
Πούσι συνδέονται συνειρμικά ο Ισπανικός Εμφύλιος και η εθνική αντίσταση στην Ελλάδα: «Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω». Ο
Νίκος Εγγονόπουλος στο ποίημα «Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο Ντε Λα Φουέντε» θλιμμένα διαπιστώνει πως «η ποίηση δε μας βοηθάει να ζήσουμε / μας βοηθάει να πεθάνουμε», οικτίρει τους γραφιάδες που γράφουν για τις μυστηριώδεις συνθήκες της εκτέλεσης του «κακορίζικου του Λόρκα υπό των φασιστών» και καταλήγει «μα επιτέλους πια ο καθείς γνωρίζει πως / από καιρό τώρα και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα / είθισται να δολοφονούν τους ποιητάς».
Ο
Νίκος Καρούζος γράφει τη
Μουλέτα: «Δωρεάν η ζωή Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα / δωρεάν κι ο θάνατος» με τον περίφημο επίσης στίχο «Ισπανία, αυθεντία στο θάνατο» που κάλλιστα θα μπορούσε νά ’χει γράψε κι ο Ισπανός ποιητής.
Ο
Μανόλης Αναγνωστάκης στη «Γαζέλα του Μαύρου θανάτου» διακειμενικά αναφέρεται στην ομώνυμη γκασέλα του Λόρκα: «Θέλω να κοιμηθώ των μήλων τον ύπνο / για να μάθω κάποιο θρήνο που θα με καθάρει απ’ το χώμα / γιατί θέλω να ζήσω μ’ εκείνο το παιδί το σκοτεινό / που ήθελε στ’ ανοιχτά νερά να κόψει την καρδιά του Φ. Λόρκα».
Θα ήθελα να κλείσω με ένα δυνατό ποίημα του πρόωρα χαμένου
Χρήστου Μπράβου, δημοσιευμένο στα 50 χρόνια απ’ τη δολοφονία του ποιητή, το «Σονέτο του σκοτεινού θανάτου»:
Της νύχτας και του ανέμου Federico
Garcia Lorca, πέφτει πέντε η ώρα.
Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα
στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο.Σε παίρνει η δημοσιά, για να σε βγάλει
κει που η αστραπή κλωσσάει την αστραπή της.
Του φεγγαριού το πέταλο, μαγνήτης,
σέρνει το ματωμένο σου κεφάλικουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας.
Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας –
και πού να είν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι
που σού ’ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη;Σκυλί τρελό τα κόκαλά του γλείφει
και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι. Θανάσης Γιούνης