Η καταψήφιση του προϋπολογισμού της κυβέρνησης Κόστα στην Πορτογαλία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της και την προκήρυξη εκλογών για τις 30 Ιανουαρίου, οδήγησε σε έναν πολιτικό προβληματισμό που επεκτάθηκε πέρα από τα σύνορα αυτής της χώρας. Ο λόγος είναι ότι αμφισβητήθηκε η βιωσιμότητα ενός μοντέλου σύμφωνα με το οποίο οι σοσιαλδημοκράτες κυβερνούν σε συνεργασία ή με την ανοχή της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που εφαρμόζεται ή εφαρμοζόταν μέχρι πρόσφατα στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Σουηδία, την Δανία, την Φινλανδία και την Νορβηγία.
Η αλήθεια είναι ότι, μέχρι τις εκλογές του 2019, η Πορτογαλία ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση αυτού του κυβερνητικού μοντέλου. Από το 2015 ως το 2019, τα αριστερά κόμματα (Μπλόκο, Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας-ΚΚΠ) δεν μετείχαν στην κυβέρνηση (όπως συμβαίνει με το Ουνίδας Ποδέμος στην Ισπανία και την Αριστερή Συμμαχία στη Φινλανδία), αλλά ούτε απλώς την στήριζαν με την ψήφο τους (όπως το Αριστερό Κόμμα στην Σουηδία, το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα και η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία στην Δανία, και το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα στην Νορβηγία). Είχαν υπογράψει το καθένα μια λεπτομερή προγραμματική συμφωνία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που βασιζόταν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, θέτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο και τα όρια ανοχής της κάθε πλευράς. Αυτή ήταν η περίφημη geringonça (τζερινγκόνσα) –που μεταφράζεται στα ελληνικά ως «επινόημα», «πατέντα» ή «αυτοσχέδια λύση»– την οποία στήριξαν με ενθουσιασμό τόσο ένα μέρος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όσο και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η πρώτη γιατί πίστευε ότι οι σοσιαλιστές στην Πορτογαλία είχαν ανακαλύψει ένα χρήσιμο φάρμακο για να αποφύγουν την «πασοκοποίηση», και η δεύτερη γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο τα δύο ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα αύξαναν την επιρροή τους στην πολιτική σκηνή, χωρίς να εγκαταλείπουν τις αντικαπιταλιστικές αξίες τους και τον στρατηγικό τους στόχο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και διατηρώντας επιπλέον περισσότερους βαθμούς ελευθερίας από εκείνους που επιτρέπει η κυβερνητική συνευθύνη.
«Η τζερινγκόνσα τελείωσε», δήλωσε ο Αντόνιο Κόστα, μετά την καταψήφιση του προϋπολογισμού στις 27 Οκτωβρίου, κατηγορώντας την Αριστερά για ουσιαστική συμπόρευση με την Δεξιά η οποία θα οδηγήσει και στην ενίσχυση της Ακροδεξιάς.
Θεωρώντας ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη συνδέεται άμεσα με τη στρατηγική της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας άρθρο του βουλευτή του Μπλόκο Ζοζέ Σοέιρο, ένθερμου υποστηρικτή της τζιρινγκόνσα, ο οποίος απαντά σε όλες τις κατηγορίες των σοσιαλιστών για την στάση των δύο πορτογαλικών ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων, και ειδικότερα του Μπλόκο. Εκεί, μεταξύ άλλων, μαθαίνουμε ότι η τζερινγκόνσα δεν κατέρρευσε με την καταψήφιση του προϋπολογισμού όπως ισχυρίστηκε ο Κόστα, αλλά αμέσως μετά τις εκλογές του 2019, όταν αυτός αρνήθηκε να υπογράψει γραπτές συμφωνίες με τα αριστερά κόμματα στο πρότυπο της συνεννόησης του 2015. Πληροφορούμαστε, επίσης, ότι μια από τις βασικές αιτίες της απόφασης του Μπλόκο ήταν η άρνηση της κυβέρνησης να καταργήσει τη μνημονιακή νομοθεσία για τα εργασιακά θέματα, καθώς και ορισμένες συμφωνίες που έκανε με την τρόικα η δεξιά κυβέρνηση του Πάσος Κοέλιο, ειδικά αυτήν που αφορά την ιδιωτικοποίηση της Εθνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας. Η ψήφιση του προϋπολογισμού, καταλήγει ο Σοέιρο, θα ήταν αντίθετη με την εντολή των ψηφοφόρων του Μπλόκο.
Να σημειώσουμε εδώ ότι κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη στην Πορτογαλία έγινε και στην Σουηδία, όπου, μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2019, το Αριστερό Κόμμα απείχε από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη συμμαχική κυβέρνηση μειοψηφίας του σοσιαλδημοκράτη Στέφεν Λεβέν, προκειμένου να μην ανατραπεί από τη Δεξιά. Η στήριξη της κυβέρνησης έληξε τον Ιούνιο 2021, όταν δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση μιας κυβερνητικής επιτροπής που πρότεινε την άρση του ελέγχου στα νοίκια των νέων διαμερισμάτων. Η διατήρηση αυτού του ελέγχου ήταν ένας βασικός όρος για τη διετή στήριξη που παρείχε το Αριστερό Κόμμα στην κυβέρνηση. Μετά από την συγκεκριμένη απόφαση του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς η δεξιά αντιπολίτευση, παρά το γεγονός ότι ήταν υπέρ της άρσης του ελέγχου, κατέθεσε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης η οποία υπερψηφίστηκε, με τον Λεβέν να κατηγορεί το Αριστερό Κόμμα για ανευθυνότητα, καθώς η στάση του δημιουργούσε πολιτική αστάθεια σε μια δύσκολη περίοδο για τη χώρα.
Η εμπειρία της Πορτογαλίας και της Σουηδίας μάς υπενθυμίζει ότι, με δεδομένο το χάσμα που τη χωρίζει από τη Δεξιά, η ριζοσπαστική Αριστερά έχει στρατηγικές διαφορές με τη σοσιαλδημοκρατία, οι οποίες καθιστούν εύθραστη την μεταξύ τους σχέση σε κυβερνητικό επίπεδο. Η συστημικότητα των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων θέτει κάποια όρια στην αλλαγή της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής τους, παρά τις προσπάθειες που κάνουν ορισμένα από αυτά, για λόγους επιβίωσης, να απομακρυνθούν από το νεοφιλελευθερισμό και την κατά καιρούς συμμαχία τους με τη Δεξιά. Η στάση του Μπλόκο, του ΚΚΠ και του σουηδικού Αριστερού Κόμματος δείχνει ότι ότι η Αριστερά πρέπει και μπορεί να έχει τη δύναμη, χωρίς να είναι σεχταριστική, να αρνείται την ομηρεία της από τους σοσιαλδημοκράτες στο όνομα της αντιμετώπισης της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς.
Οι εξελίξεις στην Πορτογαλία, και ιδιαίτερα η στάση του Μπλόκο και του ΚΚΠ, ενόχλησαν όσους στην Ελλάδα θα ήθελαν μια κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ (και αν χρειαστεί με το ΜέΡΑ25 και το ΚΚΕ). Όμως, πέρα από την κατά την γνώμη μου ανυπέρβλητη δυσκολία επίτευξης αυτού του στόχου και στη βάση των αναμενόμενων αποτελεσμάτων των επόμενων εκλογών, οι υποστηρικτές του συγκεκριμένου κυβερνητικού «μοντέλου» πρέπει πρώτα να αποσαφηνίσουν την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα των εταίρων της συνεργασίας. Αυτό, όμως, είναι ένα θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε μια άλλη φορά.