Όπως γράψαμε στο άρθρο της έντυπης έκδοσης της Εποχής με τίτλο «Ριζοσπαστική Αριστερά και Σοσιαλδημοκρατία: τα όρια μιας σχέσης», η πτώση της πορτογαλικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης μετά την καταψήφιση του προϋπολογισμού από το Μπλόκο και το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας απασχόλησε την κοινή γνώμη πολλών ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Προκειμένου να ενημερώσουμε τους φίλους και τις φίλες μας για την συγκεκριμένη επιλογή των δυνάμεων της πορτογαλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, απευθυνθήκαμε στον Ζοζέ Σοέιρο, βουλευτή του Μπλόκο, υπεύθυνο του κόμματος για τα εργασιακά θέματα και διδάκτορα κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Πόρτο. Ο πορτογάλος σύντροφός μας (ο οποίος παρά τη νεαρή ηλικία του -είναι 37 ετών- έχει μεγάλη κομματική και κοινοβουλευτική εμπειρία εκλεγόμενος διαρκώς βουλευτής από το 2005 όταν ήταν 21 ετών) μας πρότεινε να μεταφράσουμε στα ελληνικά ένα άρθρο του για το συγκεκριμένο ζήτημα που δημοσιεύτηκε στις 30 Οκτωβρίου στην ιστορική πορτογαλική εφημερίδα Expresso. Ακολουθώντας την σύστασή του ζητήσαμε, λόγω της άγνοιας της πορτογαλικής γλώσσας, από την Τατιάνα Μουτίνιο, πρόεδρο του πολιτικού ινστιτούτου Cultra που συνδέεται με το Μπλόκο, να το μεταφράσει στα αγγλικά. Η ανταπόκρισή της ήταν άμεση, και μάλιστα, σε συνεργασία με τον Σοέιρο, πρόσθεσαν κάποιες επεξεγηματικές σημειώσεις που θεώρησαν ότι θα είναι χρήσιμες για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Χ.Γο.
Στην Αριστερά, ή τουλάχιστον σε ένα τμήμα της Αριστεράς, φαίνεται να υπάρχει μια κατανοητή ανησυχία για τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας2 συνωμοτεί με τον Πάουλο Ρανγκέλ3 και προετοιμάζει την ανακοίνωση για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, έχοντας αποκλείσει το ενδεχόμενο να κατατεθεί ένας νέος προϋπολογισμός στη βουλή (Σημείωση του έλληνα μεταφραστή: τελικά, οι εκλογές θα γίνουν στις 30 Ιανουαρίου 2022). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα προετοιμάζει την προεκλογική του εκστρατεία και ταυτόχρονα βομβαρδίζει τους θεατές των καναλιών που το στηρίζουν με τον ισχυρισμό ότι γι’ αυτό που συνέβη «φταίνε το Κ.Κ. Πορτογαλίας και το Μπλόκο», επιδιώκοντας τον στιγματισμό αυτών των δύο κομμάτων, έτσι ώστε στην επόμενη βουλή να έχει την απόλυτη πλειοψηφία την οποία δεν κατάφερε να πετύχει στις εκλογές του 2019.
Το ότι υπάρχει αγωνία, ανησυχία και απογοήτευση για την κατάσταση που δημιουργήθηκε είναι κάτι απολύτως θεμιτό. Αυτά είναι τα συναισθήματα όλων όσοι ανήκουν στο «λαό της Αριστεράς». Κι εγώ έτσι αισθάνομαι. Όσοι και όσες αγωνίστηκαν (ανάμεσά τους και εγώ) για την Geringonça4 και την υπηρέτησαν με ενθουσιασμό την περίοδο 2015-2019, θα ήθελαν οι πολιτικές δυνάμεις που είχαν την ευθύνη αυτής της συνεννόησης, προστατεύοντας των πλουραλισμό και σεβόμενες τις στρατηγικές διαφορές τους, να έχουν σήμερα ένα κοινό πρόγραμμα για την αλλαγή της χώρας. Όμως, τι συνέβη εν τέλει και φτάσαμε σ’ αυτήν την κατάσταση;
Λένε: «Η Geringonça τελείωσε!»
Ναι, η Geringonça τελείωσε. Όχι όμως τώρα, και σίγουρα όχι λόγω του αποτελέσματος της ψηφοφορίας για τον προϋπολογισμό. Η Geringonça δεν υπάρχει εδώ και δύο χρόνια. Πέθανε τα ξημερώματα της 11ης Οκτωβρίου 2019 –όταν η νέα Βουλή είχε ήδη εκλεγεί– με μια ανακοίνωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος που εξήγγειλε την άρνησή του να υπάρξει οποιαδήποτε γραπτή συμφωνία με τους πρώην εταίρους του για τη νέα θητεία της κυβέρνησης.
Με αυτήν την ανακοίνωση, που έγινε μια μέρα μετά τη συνάντηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος με τις εργοδοτικές συνομοσπονδίες, και με τη ρητή δήλωση ότι η εργατική νομοθεσία δεν ήταν «προτεραιότητά» του, το Σοσιαλιστικό Κόμμα απέρριψε την πρόταση του Μπλόκο για μια γραπτή συμφωνία που θα ίσχυε τα επόμενα 4 χρόνια, η οποία θα εξασφάλιζε την πολιτική σταθερότητα και θα έθετε το πλαίσιο για την ψήφιση των προσεχών τεσσάρων εθνικών προϋπολογισμών.
Η στρατηγική του Αντόνιο Κόστα5 ήταν να μην υπάρξει ο οποιοσδήποτε σταθερός συμβιβασμός με την Αριστερά. Έτσι, θα μπορούσε να επιλέγει κατά περίπτωση τις συμμαχίες του στη βουλή σε όλη τη διάρκεια του έτους, σύμφωνα με ένα μοντέλο μεταβλητής γεωμετρίας. Ταυτόχρονα, αυτή η στρατηγική στόχευε στον εξαναγκασμό της Αριστεράς να εγκρίνει τους προϋπολογισμούς υπό τον εκβιασμό της «πολιτικής κρίσης», χωρίς το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα να χρειάζεται να ενσωματώνει κάποιες προτάσεις της που δεν εντάσσονταν στο δικό του πρόγραμμα. Όπως εξήγησε εκείνες τις μέρες με διαύγεια και οξυδέρκεια ο σοσιαλιστής πρώην υπουργός Πάουλο Πεντρόζο στη μεγάλης κυκλοφορίας πορτογαλική εφημερίδα Publico, στόχος του Κόστα ήταν η διαπραγμάτευση με τα άλλα κόμματα να περιοριστεί στους «ρυθμούς και στους τρόπους» εφαρμογής των μέτρων που υπήρχαν ήδη στο δικό του πρόγραμμα. Αυτή η στρατηγική ήταν καταδικασμένη να αποτύχει, και ίσως επιλέχθηκε για να αποτύχει. Πάντως, η πραγματικότητα απέδειξε ότι ήταν μια μη βιώσιμη στρατηγική: ένα «βάλτωμα» που υπάρχει εδώ και δύο χρόνια, υπογραμμίζει ο Ντάνιελ Ολιβέιρα6, το οποίο πολλοί δεν ήθελαν να το δουν ή προσποιούνταν πως δεν το έβλεπαν, ακόμα κι όταν όλα τα σημάδια ήταν ξεκάθαρα.
Λένε: «Είναι ασυγχώρητο για την Aριστερά να ψηφίζει μαζί με τη Δεξιά»
Τα κόμματα που βρίσκονται στα αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος καταψήφισαν έναν προϋπολογισμό που έκριναν ότι δεν αντιμετωπίζει τα βασικά προβλήματα της χώρας. Και αυτά τα κόμματα δεν ήθελαν να επικυρώσουν με την ψήφο τους ένα νόμο που, παρά τη σκηνοθεσία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, δεν ανταποκρινόταν στα αιτήματα που θεωρούσαν ότι ήταν η εντολή των ψηφοφόρων τους. Ένα νόμο, τέλος, που δεν παρείχε οποιαδήποτε εγγύηση ότι αυτά που υποσχόταν θα υλοποιούνταν, με το ενδεχόμενο εξαπάτησης του λαού να είναι υπαρκτό. Αναφέρω, για παράδειγμα, ένα θέμα που γνωρίζω πολύ καλά. Για τρίτη φορά, η κυβέρνηση είχε εγγράψει στον προϋπολογισμό του 2022 ένα ποσό 30 εκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση των εργαζόμενων στον τομέα της παροχής φροντίδας, χωρίς καμιά εγγύηση ότι αυτή τη φορά το εννούσε. Το 2020, η κυβέρνηση είχε διαθέσει για τον ίδιο λόγο μόνο 300.000 ευρώ από τα 30 εκατομμύρια ευρώ που πρόβλεπε και ο προϋπολογισμός τον οποίο κατέθεσε το 2019, ενώ το 2021 από το ίδιο ποσό του προϋπολογισμού έχουν δαπανηθεί μέχρι σήμερα κάτι παραπάνω από 700.000 ευρώ. Αυτό, όμως, είναι εξαπάτηση του λαού από τα κόμματα που ψηφίζουν τους προϋπολογισμούς.
Υπήρξαν πολλά επικριτικά σχόλια από ανθρώπους που ήταν αγανακτισμένοι για το γεγονός ότι η Αριστερά καταψήφισε ένα νόμο τον οποίο απέρριψε και η Δεξιά. Όλοι όσοι τα λένε αυτά φαίνεται να ξεχνούν ότι, ανεξάρτητα από τον αν η απόφαση του Μπλόκο και του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν σωστή ή όχι, τα επιχειρήματα της Αριστεράς και της Δεξιάς για την καταψήφιση του προϋπολογισμού ήταν αντίθετα μεταξύ τους.
Αλλά πάνω από όλα, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει όσα συνέβαιναν συνεχώς στο κοινοβούλιο τα δύο τελευταία χρόνια (χωρίς να έχουν θεωρηθεί σκανδαλώδη), που βοηθούν να κατανοήσει κανείς τους λόγους για τους οποίους ο Αντόνιο Κόστα έκοψε τις γέφυρες με τους εταίρους του. Κατά τη διάρκεια αυτής της κυβερνητικής θητείας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο τόσο συχνά επικαλείται σήμερα το «πνεύμα της Geringonça», ψήφισε περισσότερες φορές μαζί με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (1535), το Λαϊκό Κόμμα7 (1175) και τη Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία8 (1122 ), παρά με το Μπλόκο (1107) και το Κ.Κ. Πορτογαλίας (1079). Αυτό είναι ένα αντικειμενικό γεγονός. Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι όλες οι ψηφοφορίες στη βουλή δεν έχουν την ίδια βαρύτητα, και αυτό είναι αλήθεια. Αλλά σε εκείνα τα θέματα που το Σοσιαλιστικό Κόμμα γνώριζε ότι είχαν κρίσιμη σημασία για την Αριστερά, αυτό συμμάχησε με την Δεξιά κατά των αριστερών προτάσεων, με στόχο να μην αλλάξουν οι νόμοι που έφεραν τη δεξιά σφραγίδα. Αυτό συνέβη σε όλες σχεδόν τις ψηφοφορίες που αφορούσαν την εργατική νομοθεσία (π.χ. τις απολύσεις, τις αργίες, την εκ περιτροπής εργασία, την κατάργηση των περικοπών στα επιδόματα ανεργίας), τον κανονισμό της βουλής (το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ένωσαν τις δυνάμεις για να καταργήσουν την δεκαπενθήμερη «ώρα του πρωθυπουργού», υποβαθμίζοντας το κοινοβούλιο), ή τα μέτρα που είχαν στόχο την ανατροπή των καταστροφικών συμφωνιών της Δεξιάς (με το Σοσιαλιστικό Κόμμα να ψηφίζει, για παράδειγμα, μαζί με τα δεξιά κόμματα εναντίον της άρσης της συμφωνίας για την ιδιωτικοποίηση της Εθνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας9).
Έτσι, η επιλεκτική αγανάκτηση για την «συμπόρευση στην ψηφοφορία με τη Δεξιά» πηγάζει από την έλλειψη προσοχής ή γνώσης αυτής της πραγματικότητας (και είναι πιθανό αυτό να ισχύει για τους περισσότερους αριστερούς), από την υποτίμηση οποιουδήποτε πολιτικού ζητήματος εκτός από τον προϋπολογισμό ή, στην περίπτωση των σοσιαλιστών ηγετών και κομματικών στελεχών με τα πολλαπλά δημοσιεύματά τους στα κοινωνικά δίκτυα, από έναν κυνικό εκλογικό οπορτουνισμό.
Λένε: «Δεν ενδιαφέρονται για τη χώρα, αλλά μόνο για το συμφέρον τους»
Προφανώς, υπάρχει εύλογη διαφωνία με τις επιλογές του Μπλόκο, που και πέρυσι καταψήφισε τον προϋπολογισμό, ή με τη φετινή επιλογή του ΚΚΠ (Σημείωση του έλληνα μεταφραστή: Το ΚΚΠ πέρυσι απείχε από την ψηφορία, στηρίζοντας την κυβέρνηση). Αλλά εκτοξεύεται εναντίον τους μια ανυπόστατη κατηγορία: ότι η αρνητική τους ψήφος είχε εκλογική σκοπιμότητα. Όμως, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η καταψήφιση θα αποφέρει εκλογικά κέρδη είτε στο Μπλόκο είτε στο ΚΚΠ. Μάλλον το αντίθετο θα συμβεί: σε περίπτωση πρόωρων εκλογών αυτά είναι που θα ωφεληθούν λιγότερο, λόγω της έντονης εκστρατείας θυματοποίησής τους που έχει ήδη ξεκινήσει η κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, τα δύο κόμματα πήραν μια απόφαση γνωρίζοντας ότι είναι πιθανόν, αν και όχι αναπόφευκτο, στις επόμενες εκλογές να χάσουν ψήφους. Την απόφαση αυτή δεν την πήραν γιατί «σκέφτονται τον εαυτό τους» ή γιατί έχουν κάνει κάποιου είδους «εκλογικούς υπολογισμούς», αλλά μετά από μια σύνθετη εκτίμηση της κατάστασης, η οποία είχε σχέση με την εντολή που είχαν πάρει από τους ψηφοφόρους τους και με τη δυνατότητα του προϋπολογισμού του Κόστα να ανταποκριθεί στα σημερινά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, δηλαδή με την ανάγκη να διασφαλιστούν οι ελάχιστες προϋποθέσεις ανάκτησης του χαμένου εισοδήματος των εργαζομένων, εξισορρόπησης των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων, και σωτηρίας του εθνικού συστήματος υγείας από την επίθεση και την ασυδοσία του ιδιωτικού τομέα.
Φυσικά, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι ακόμα και αν γνώριζαν ότι αυτός ο προϋπολογισμός δεν είχε κοινωνική ευαισθησία, ότι η κατάσταση στο εθνικό σύστημα υγείας θα συνεχίσει να επιδεινώνεται το 2022 και ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήθελε να υπερψηφιστεί η πρότασή του για να διατηρήσει ανέγγιχτη την εργατική νομοθεσία της τρόικας, τα κόμματα της Αριστεράς είχαν την υποχρέωση να στηρίξουν την κυβέρνηση του Αντόνιο Κόστα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, τα δύο κόμματα θα απέφευγαν μεν τη σύγκρουση, αλλά θα αντιμετώπιζαν ένα άλλο πρόβλημα: να εξηγήσουν γιατί εγκρίνουν έναν προϋπολογισμό που προωθεί μια στρατηγική με την οποία είναι αντίθετα και την οποία θεωρούν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση των αναγκών της χώρας.
Λένε: «Έρχεται η Ακροδεξιά»
Η Ακροδεξιά είναι ήδη εδώ10. Είναι η αποχή από την ψηφοφορία για τους προϋπολογισμούς του Σοσιαλιστικού Κόμματος το αντίδοτο στην αύξηση της δύναμής της; Θα ήταν ωραία να είναι τόσο απλά τα πράγματα, αλλά η πραγματικότητα διαψεύδει αυτό το επιχείρημα. Από το 2019 η αποχή της Αριστεράς στις ψηφοφορίες για τους προϋπολογισμούς του Σοσιαλιστικού Κόμματος (Σημείωση του έλληνα μεταφραστή: δηλαδή η στήριξη της κυβέρνησης με την μη καταψήφιση των προϋπολογισμών) δεν εμπόδισε την Ακροδεξιά να αναπτυχθεί. Επομένως, όσοι πιστεύουν ότι αυτή είναι η λύση του προβλήματος κάνουν λάθος. Η ανάπτυξη της Δεξιάς, ιδιαίτερα της πιο ριζοσπαστικής συνιστώσας της, τροφοδοτείται από τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τα αναποτελεσματικά μέτρα, την υποβάθμιση του εθνικού συστήματος υγείας, την απουσία αποτελεσματικών πολιτικών καταπολέμησης της φτώχειας, την επισφάλεια των συνθηκών ζωής, το πολιτικό τέλμα. Με το να παραλύσουμε από τον φόβο και εγκαταλείψουμε την προσπάθειά μας να αλλάξουμε αυτές τις πολιτικές δεν πολεμάμε την Ακροδεξιά: αντίθετα αυτό μας ακρωτηριάζει, χωρίς να υπάρχει κάποια εγγύηση ότι έτσι θα απαλλαγούμε από αυτήν. Ο φόβος για την Aκροδεξιά δεν είναι, από μόνος του, μια αποτελεσματική στρατηγική για τον περιορισμό της: κάποια στιγμή θα γίνονταν εκλογές και δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι σε δύο χρόνια η Ακροδεξιά δεν θα ήταν σε καλύτερη θέση από σήμερα. Επομένως, αντί να φοβόμαστε, πρέπει να πολεμήσουμε. Η καθυστέρηση να πάρουμε αποτελεσματικά διαρθρωτικά μέτρά που θα γίνουν δεκτά με ικανοποίηση από τους εργαζόμενους που ζουν μια δύσκολη ζωή μπορεί να τους σπρώξει να εναποθέσουν τις ελπίδες τους για το μέλλον στη Δεξιά.
Γιατί λοιπόν δεν υπήρξε συμφωνία;
Το παιχνίδι του καταλογισμού ευθυνών για τις εξελίξεις είναι πια βαρετό, αλλά είναι σημαντικό να θέσουμε κάποια ερωτήματα που μέχρι σήμερα έχουν μείνει αναπάντητα. Γιατί ήταν αδύνατο στον Κόστα να αποδεχθεί την επαναφορά της εργατικής νομοθεσίας της Βιέιρα ντα Σίλβα11 για τις απολύσεις; Γιατί δεν δέχτηκε καν να επαναφέρει ως ποσό αποζημίωσης απόλυσης τις αποδοχές 20 ημερών ανά έτος εργασίας, όπως πρόβλεπε ακόμα και το μνημόνιο της τρόικας, αντί των 12 ημερών που είναι σήμερα; Γιατί δεν μπορεί να καθιερωθεί το καθεστώς της αποκλειστικής απασχόλησης όλων όσων εργάζονται στην Εθνική Υπηρεσία Υγείας, όπως είχαν προτείνει οι Αρνό και Σεμέντο12;
Και γιατί ήταν αδύνατο να αναιρεθούν οι περικοπές των συντάξεων 62.000 ατόμων που συνταξιοδοτήθηκαν μεταξύ 2014 και 2018, ενώ αν συνταξιοδοτούνταν σήμερα δεν θα υφίσταντο αυτές τις περικοπές που υποβαθμίζουν για πάντα τη ζωή τους; Και μάλιστα, όταν ήταν γνωστό ότι αυτή η πρόταση θα είχε ένα κόστος της τάξης των 60 εκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή το ένα δέκατο των φορολογικών απαλλαγών ύψους 620 εκατομμυρίων ευρώ που είχαν, με την υπαγωγή τους στο «καθεστώς μη συνήθων κατοίκων», οι σκανδιναβοί και βρετανοί συνταξιούχοι καταβάλλοντας τον λεγόμενο «φόρο Ελντοράντο»13;
Ή γιατί ο Αντόνιο Κόστα δεν υιοθέτησε την πρόταση της Αριστεράς για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, όπως συνέστησε η ανυποψίαστη πρώην σοσιαλίστρια υπουργός Μαρία ντε Λούρντες Ροντρίγκεζ, κάτι που θα άνοιγε τον δρόμο μιας συμφωνίας με την Αριστερά για τον προϋπολογισμό; Η μόνη εύλογη απάντηση είναι ότι αυτό συνέβη γιατί ο Κόστα δεν ήθελε να υπάρξει αυτή η συμφωνία, ή γιατί δεν είχε την ικανότητα να την διαπραγματευτεί.
Και τώρα τι γίνεται;
Οι αριστεροί είναι αντιμέτωποι με τρεις επιλογές. Η πρώτη είναι να επιβραβεύσουν τον Αντόνιο Κόστα και την στρατηγική της κομματικής του αυτάρκειας ψηφίζοντάς τον προκειμένου να εγγυηθεί τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης που δεν θα στηρίζεται στην Αριστερά, και ενισχύοντας ταυτόχρονα εκείνους στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος που υποστήριξαν και επέβαλαν τη θέση ότι δεν πρέπει να υπάρχουν γραπτές συμφωνίες με τα αριστερά κόμματα. Η δεύτερη επιλογή είναι να ενισχύσουν την διαπραγματευτική ατζέντα της Αριστεράς, ψηφίζοντας τα κόμματα που πάλεψαν για διαρθρωτικές αλλαγές, και ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τη θέση ότι μετά τις εκλογές θα πρέπει να υπάρξει μια γραπτή συμφωνία για μια αξιόπιστη διακυβέρνηση. Η τρίτη επιλογή είναι να τα παρατήσουν, να πέσουν στην απελπισία και να καταφύγουν στην αποχή. Ο καθένας και η καθεμία φέρει την ευθύνη της στάσης που θα κρατήσει στις εκλογές, και πιθανότατα θα υπάρξουν και οι τρεις επιλογές.
Αυτό που δεν πρέπει να συμβεί είναι να επικρατήσει η άποψη ότι η λύση στο αδιέξοδο που δημιούργησε ο Αντόνιο Κόστα το 2019 είναι να καταργηθεί η δημοκρατία λόγω των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν από την εφαρμογή της. Είναι αλήθεια ότι ζούμε σε εποχές αβεβαιότητας και αστάθειας. Όμως το λεγόμενο «δεξιό κύμα» ούτε έχει έρθει ακόμα, ούτε είναι αναπόφευκτο. Αντί να αλληλοκατηγορούμαστε πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις. Αντί να αλληλοπυροβολούμαστε, πρέπει να μην εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να ανοίξουμε δρόμους και να μην απορρίψουμε τις δυνατότητες μελλοντικής συνεννόησης. Γιατί παρά τις δυσκολίες, τους ελιγμούς, τα τεχνάσματα, και τις κομμένες γέφυρες, πρέπει να ξαναπροσπαθήσουμε. Πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρηθεί ζωντανή ελπίδα και να κάνουμε μια νέα αρχή.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις:
1. Ο τίτλος βιβλίου του πορτογάλου συγγραφέα Μάριο ντε Καρβάλιο, που κυκλοφόρησε το 1995. (Σημείωση του έλληνα μεταφραστή: Η επιλογή από τον Σοέιρο του συγκεκριμένου τίτλου για το άρθρο είναι μια προτροπή να αρχίσει μια συζήτηση για τους λόγους που οδήγησαν στις πρόσφατες εξελίξεις).
2. Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο Μαρσέλο Ρεμπέλο ντε Σόουζα, πρώην ηγέτης του κεντροδεξιού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ο οποίος επανεξελέγη τον Ιανουάριο 2021 με τη στήριξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
3. Ευρωβουλευτής του συντηρητικού-φιλελεύθερου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (PSD), αντιπρόεδρος της ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ο οποίος διεκδικεί την ηγεσία του PSD από τον σημερινό του πρόεδρο Ρούι Ρίο.
4. Η Geringonça (τζερινκόνσα) είναι η ονομασία με την οποία έγινε γνωστή η κυβερνητική λύση που ίσχυσε στην Πορτογαλία από το 2015 μέχρι 2019, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση μειοψηφίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος στηριζόταν από το Μπλόκο της Αριστεράς και το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας, στη βάση γραπτών συμφωνιών που είχε υπογράψει το Σοσιαλιστικό Κόμμα με κάθε ένα από τα κόμματα της Αριστεράς (Σημείωση του έλληνα μεταφραστή: στα ελληνικά ο συγκεκριμένος όρος μεταφράζεται ως «μαραφέτι», «κόλπο», «επινόημα», «πατέντα» ή «αυτοσχέδια λύση»).
5. Πρωθυπουργός της Πορτογαλίας και ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
6. Αναλυτής της Κεντροαριστεράς
7. Συντηρητικό δεξιό κόμμα
8. Νεοφιλελεύθερο κόμμα
9. Η Εθνική Ταχυδρομική Υπηρεσία ιδρύθηκε το 1520 και ιδιωτικοποιήθηκε το 2014 από την κυβέρνηση της Δεξιάς με εντολή της Τρόικας. Αυτή η ιδιωτικοποίηση δεν αναστράφηκε.
10. Η Ακροδεξιά μπήκε στο κοινοβούλιο στις εκλογές του 2019, με την εκλογή ενός βουλευτή του ακροδεξιού κόμματος Τσέγκα (Chega), (Σημείωση του έλληνα μεταφραστή: Chega στα πορτογαλικά σημαίνει «Αρκετά»).
11. Πρώην υπουργός εργασίας, αλληλεγγύης και κοινωνικής ασφάλισης την περίοδο της Geringonça, 2015-2019. Ήταν επίσης εκείνη που συνέταξε τον εργασιακό νόμο του 2009, τον οποίο σήμερα το Σοσιαλιστικό Κόμμα αρνείται να επαναφέρει.
12. Ο Αντόνιο Αρνό ήταν ο υπουργός του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο οποίος το 1979 είχε συντάξει το νόμο για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Ο Ζοάο Σεμέντο είναι πρώην επικεφαλής του Μπλόκο, γιατρός και βουλευτής. Οι δύο τους, το 2017, υπέβαλαν σχέδιο ενός νέου βασικού νόμου για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, μεγάλης πολιτικής σημασίας όχι μόνο για την άμυνα του δημόσιου συστήματος προβλέποντας την αποκλειστική απασχόληση όσων απασχολούνται σ’ αυτό και την απαγόρευση των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, αλλά και για το γεγονός ότι δύο εξέχουσες προσωπικότητες των δύο κομμάτων συνέταξαν από κοινού αυτήν τη σημαντική πρόταση για λογαριασμό γενικά της Αριστεράς. Ο βασικός νόμος ψηφίστηκε το 2019, αλλά δεν εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση.
13. Οι “μη συνήθεις κάτοικοι» είναι μια ειδική κατηγορία κατοίκων με ξένη υπηκοότητα, οι οποίοι έχουν μεταφέρει τη φορολογική τους διεύθυνση στην Πορτογαλία. Στην περίπτωσή τους ο φόρος εισοδήματος είναι μόνο 20%, ενώ όσοι από αυτούς είναι συνταξιούχοι που παίρνουν την σύνταξή τους από το εξωτερικό απαλλάσσονται εντελώς από την καταβολή αυτού του φόρου.